ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ
Ενόψει της επικείμενης ολοκλήρωσης στην Ολομέλεια της Βουλής της προαναθεωρητικής διαδικασίας, το Διοικητικό Συμβούλιο της Εταιρείας Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών για τη Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, εμμένοντας στις επιφυλάξεις του για τις προτεινόμενες συνταγματικές μεταβολές, επισημαίνει τα εξής:
1. Η αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί εξαιρετική διαδικασία που πρέπει να ενεργοποιείται μόνον αν διαπιστώνεται ότι από την εξέλιξη των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών ή των δεδομένων της τεχνολογίας έχουν ανακύψει ζητήματα, για τα οποία απαιτείται ρύθμιση με διατάξεις αυξημένου κύρους και με μακρύ χρονικό ορίζοντα, και στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών. Νομοθετικός πληθωρισμός σε επίπεδο Συντάγματος με συχνές αναθεωρήσεις και ενσωμάτωση στον καταστατικό χάρτη της Χώρας δευτερευουσών ρυθμίσεων, δημιουργεί τον κίνδυνο πολιτικών και νομικών περιπλοκών και, κυρίως, υπονομεύει το κύρος της έννομης τάξης.
Οι παραπάνω αρχές παραβιάζονται με την προωθούμενη συνταγματική αναθεώρηση, στο πλαίσιο της οποίας προτείνονται μεταβολές σε 29 άρθρα του Συντάγματος, πέντε μόλις έτη μετά την προηγούμενη εξαιρετικά εκτεταμένη αναθεώρηση του έτους 2001.
2. Ως προς τις βασικότερες από τις προτεινόμενες τροποποιήσεις στις διατάξεις για τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και τη δικαστική λειτουργία παρατηρούνται ειδικότερα τα ακόλουθα:
-Ο διάχυτος έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων αποτελεί θεμελιώδες στοιχείο της συνταγματικής παράδοσης της Χώρας μας. Η προτεινόμενη αναθεώρηση του άρθρου 100 και η προβλεπόμενη τη σύσταση συνταγματικού δικαστηρίου – το οποίο, μάλιστα, θα επιλαμβάνεται μόνον αν οι ολομέλειες των ανώτατων δικαστηρίων κρίνουν διάταξη νόμου ως αντισυνταγματική, ενώ για την τελική κρίση υπέρ της συνταγματικότητας η αναθεωρητική πρόταση εμπιστεύεται τα τακτικά δικαστήρια – αποβλέπει προδήλως στη συρρίκνωση του ελέγχου από τα δικαστήρια των πράξεων της εκτελεστικής και νομοθετικής λειτουργίας και στην αποδυνάμωση των ανώτατων δικαστηρίων και, κυρίως, του Συμβουλίου της Επικρατείας. Με τον τρόπο αυτόν η ισορροπία στη σχέση μεταξύ κρατικής εξουσίας και ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων ανατρέπεται σε βάρος των τελευταίων.
-Η σύσταση ειδικών τμημάτων στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στο Ελεγκτικό Συνέδριο για την εκδίκαση συγκεκριμένης κατηγορίας υποθέσεων αποτελεί επικίνδυνη νομική παραδοξολογία. Πολλά ερωτηματικά τίθενται για τους πραγματικούς σκοπούς, στους οποίους αποβλέπει η σχετική πρόταση αναθεώρησης των άρθρων 95 και 98 παρ. 1. Πάντως, τα επιχειρήματα που αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση δεν πείθουν για την αναγκαιότητα της προτεινόμενης, και μάλιστα σε συνταγματικό επίπεδο, ρύθμισης.
-Η προτεινόμενη τροποποίηση του άρθρου 24 οδηγεί σε μείωση της κατοχυρωμένης από το Σύνταγμα προστασίας του περιβάλλοντος και ιδίως των δασικών εκτάσεων. Η πρόταση αυτή έρχεται σε αντίθεση με την εξέλιξη που παρατηρείται σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, σύμφωνα με την οποία ενισχύεται το νομικό οπλοστάσιο για την αντιμετώπιση των αυξανόμενων σοβαρών κινδύνων για το περιβάλλον, καθώς και με την επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπιστεί το σοβαρό περιβαλλοντικό πρόβλημα στη Χώρα μας που οφείλεται ακριβώς στη μη τήρηση της ισχύουσας συνταγματικής διάταξης, η οποία, μάλιστα, αναθεωρήθηκε το 2001, αλλά και στη μη εφαρμογή γενικότερα της περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ελληνικής και ευρωπαϊκής.
-Η προτεινόμενη αναθεώρηση του άρθρου 20 παρ. 1 είναι σε κάθε περίπτωση περιττή. Η πολύ πιο λιτή διάταξη του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου έχει αποτελέσει επαρκές έρεισμα για τη συγκρότηση πλήρους συστήματος κανόνων κατοχύρωσης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Πρέπει, μάλιστα, να παρατηρηθεί ότι ενώ με την αιτιολογική έκθεση εξαγγέλλεται πρόθεση ρητής κατοχύρωσης του δικαιώματος στην προσωρινή προστασία, λίγο πριν την υποβολή της αναθεωρητικής αυτής πρότασης των βουλευτών της πλειοψηφίας ψηφίστηκαν από την ίδια κοινοβουλευτική πλειοψηφία διατάξεις νόμου (άρθρα 20 ν. 3301/2004 και 4 ε παρ. 3 ν. 3388/2005), με τις οποίες επιχειρήθηκε η αποδέσμευση του Δημοσίου και των νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα από την υποχρέωση εκτέλεσης των αποφάσεων και διαταγών προσωρινής δικαστικής προστασίας.