Μεγάλη διατλαντική αγορά: απόδοση παραγωγής και υποταγή
Άποψη της Medel επί της κατασκευής ενός διεθνούς επενδυτικού δικαστηρίου για την ΤΤΙΡ – πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από τις 16-9-2015 έως την 12-11-2015
«Αφαιρέστε τη δικαιοσύνη και τι είναι πλέον τα βασίλεια παρά
συμμορίες εγκληματιών μεγάλης κλίμακας; Τι είναι
οι συμμορίες εγκληματιών παρά μικρά βασίλεια;
Augustine of Hippo, De Civitas Dei
1. Γενικά
Στην πιο πρόσφατη έκκλησή της «Η Δημοκρατία χρειάζεται ανεξάρτητα δικαστήρια, δικαστές και εισαγγελείς», η MEDEL τόνισε ότι επιθέσεις στα ανθρώπινα, κοινωνικά, πολιτιστικά και οικονομικά δικαιώματα μπορεί να προέλθουν από τα οικονομικά και δημοσιονομικά συμφέροντα.
Τούτο φαίνεται να ισχύει από αυτό που μπορεί να συναχθεί από τις διαπραγματεύσεις που οδηγούν στην ίδρυση της Διατλαντικής Ελεύθερης Εμπορικής Ζώνης (Transatlantic Free Trade Area), που ενδέχεται να θέσει πολυεθνικές εταιρείες στο ίδιο επίπεδο με τα κυρίαρχα κράτη.
Παρά την αφθονία των ακρωνυμίων και ομοίως με τις (TTIP, BMT, TFTA, MAI, TPA, TABD, TABC, TISA, GATS…) όλα αυτά είναι γενικώς γνωστά σχετικά με το ελεύθερο εμπόριο και επενδυτικές συμφωνίες ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, γνωστή ως Διατλαντική Εμπορική και Επενδυτική Εταιρική Σχέση – Transatlantic Trade and Investment Partnership (hereinafter (TTIP), (από τούδε ΤΤΙΡ) και τις διαπραγματεύσεις της, που δεν είναι άλλο από: τα διαπραγματευόμενα κράτη δεν θέλουν οι πολίτες τους να γνωρίζουν ή να μάθουν ελάχιστα.
Σε μια πρόσφατη απόφασή του , το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήδη προειδοποίησε ότι αυτή η μυστικότητα έχει και τα όριά της, παρότι διαμεσολαβητές εξακολουθούν να επιχειρηματολογούν ότι οι διαπραγματεύσεις για διεθνείς συμφωνίες αξιώνουν μυστικότητα, διάκριση και εμπιστευτικότητα, ως η αλήθεια να είναι υπερβολική για να τη διαχειριστεί ο λαός ή ως ο δημοκρατικός έλεγχος να είναι ανοησία. H MEDEL πιστεύει ότι είναι απαράδεκτο να καταστούν γνωστές αυτές οι διαπραγματεύσεις μόνο όταν ο κίνδυνος να επηρεαστεί η ζωή εκατομμυρίων εργαζομένων, καταναλωτών και πολιτών της ΕΕ δεν θα μπορεί πλέον να αποφευχθεί.
Κατά μείζονα λόγο, τα μέσα ενημέρωσης αποκάλυψαν ότι όχι μόνο διαπραγματευτές και όσοι εκτελούν τη στρατηγική των εθνικών κυβερνήσεων μελετούν μεταξύ άλλων μια διαιτητική ρήτρα στις «επείγουσες» διαπραγματεύσεις της ΤΤΙΡ, αλλά, μαζί με άλλους, υπέγραψαν επιπροσθέτως και μια επιστολή που υπεραμύνεται της ενσωμάτωσης νομικών επενδυτικών προστατευτικών μηχανισμών στις διαπραγματεύσεις της ΤΤΙΡ (της επίμαχης ρήτρας Επίλυσης Διαφορών μεταξύ Επενδυτών/Κρατών – Investor-State Dispute Settlement Clause). Και όλα αυτά με απώτερο σκοπό την επιτυχία των διαπραγματεύσεων.
Η ρήτρα αυτή αφορά στην εγκαθίδρυση διαιτητικών μηχανισμών που έχουν ήδη ονομαστεί «μυστικά δικαστήρια».
Στην πραγματικότητα αυτός ο ISDS διαιτητικός μηχανισμός κείται εκτός του νομικού πλαισίου του δημοκρατικού Κράτους Δικαίου των κρατών μελών. Εκτός τούτου, μπορεί να λαμβάνει αποφάσεις ανέκκλητες, δεν υποχρεούται να εφαρμόζει τη νομοθεσία που έχει υιοθετηθεί από τα κοινοβούλια ή όργανα των οποίων η σύνθεση έχει καθοριστεί με δημοκρατικές εκλογές και, αντίθετα από τα δικαστήρια, δεν είναι υποχρεωμένος να διεξάγει ακροαματική διαδικασία. Για να το αποδεχθούν αυτό τα Κράτη θα είναι δεσμευμένα από αυτού του τύπου τις αποφάσεις επίλυσης διαφορών, που δεν θα είναι έγκυρες κατά τους δικούς τους νόμους, το οποίο σημαίνει ότι θα συνεργάζονται ενάντια στον εαυτό τους και θα ενδύσουν τον λύκο με ένδυμα προβάτου.
2. Η εγκαθίδρυση – όπως προτείνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή – ενός δικαστηρίου για επενδύσεις κεφαλαίων στο πλαίσιο της ΤΤΙΡ πρέπει να απορριφθεί
Η MEDEL δεν μπορεί να διαβλέψει καμία νομική βάση ούτε αναγκαιότητα ενός τέτοιου δικαστηρίου.
Η υπόθεση, που συνδέεται φανερά με την πρόταση ίδρυσης ενός διεθνούς δικαστηρίου για επένδυση κεφαλαίων, ότι τα εθνικά δικαστήρια των Κρατών Μελών της ΕΕ δεν μπορούν να διασφαλίσουν αποτελεσματική δικαστική προστασία σε ξένους επενδυτές, στερείται αντικειμενικής βάσης. Αν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε διαπιστώσει αδυναμίες σε κάποιο Κράτος Μέλος της ΕΕ, αυτές οι αδυναμίες θα έπρεπε να δηλωθούν και ξεκάθαρα να προσδιοριστούν προς τον εθνικό νομοθέτη. Έπειτα θα ήταν στην ευθύνη της νομοθετικής και της δικαστικής αρχής να προβεί σε διορθώσεις εντός του οριοθετημένου εθνικού και ευρωπαϊκού συστήματος δικαστικής προστασίας. Μόνο κατ’ αυτόν τον τρόπο το δικαίωμα σε δικαστική προστασία, στο οποίο έχει δικαίωμα πρόσβασης κάθε υποκείμενο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θα μπορούσε να διασφαλιστεί.
Η ίδρυση ειδικών δικαστηρίων για ειδικές ομάδες ή υποκείμενα αποτελεί εσφαλμένη επιλογή.
Α. Λεπτομερειακή Αξιολόγηση
Το Επενδυτικό Δικαστικό Σύστημα – Investment Court System (ICS ), που έχει σχεδιαστεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ενσωματωμένο σε ένα σύστημα διαμεσολάβησης και συμβουλευτικής, θα είναι αρμόδιο για αξιώσεις επί παραβάσεων της επενδυτικής προστατευτικής ρήτρας (άρθρο 1 αρ. 1 της ΤΤΙΡ).
Κατά τον ίδιο χρόνο, κατά τον ορισμό του προσχεδίου, οι επενδύσεις περιλαμβάνουν κάθε τύπο δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων χρηματιστηριακές και μη μετοχές εταιρειών, πνευματική ιδιοκτησία, κινητά πράγματα και αξιώσεις χρεών (Κεφάλαιο ΙΙ, ορισμός χ2).
Η δικαστική προστασία επενδύσεων εκτείνεται, λοιπόν, από το αστικό δίκαιο πέραν του γενικού διοικητικού δικαίου έως το κοινωνικοασφαλιστικό και το φορολογικό δίκαιο.
Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θα οδηγήσει σε μια κατάσταση κατά την οποία το ICS θα έχει αρμοδιότητα σε αυτά τα πεδία, ούτως ώστε να παράσχει ολοκληρωμένη προστασία στους επενδυτές. Θα είναι δυνατόν σε αυτούς να προσφύγουν στο ICS αν έχουν ζημίες σε περίπτωση παράβασης της επενδυτικής προστατευτικής ρήτρας – investors’ protection clause (άρθρο 1 αρ. 1).
Β. Έλλειψη νομοθετικής αρμοδιότητας
Η MEDEL αμφισβητεί σοβαρά την αρμοδιότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την εγκαθίδρυση ενός δικαστηρίου για επενδύσεις κεφαλαίων.
Η εγκαθίδρυση του ICS θα υποχρεώσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και τα Κράτη Μέλη να υποβληθούν στη δικαιοδοσία του και να εφαρμόζουν διεθνές δικονομικό δίκαιο επιλεγμένο από τον ενάγοντα (άρθρο 6, αρ. 5, 2 και άρθρο 7 αρ. 1). Οι αποφάσεις του ICS θα είναι δεσμευτικές (άρθρο 30 αρ. 1).
Με το ICS όχι μόνο η νομοθετική εξουσία της ΕΕ και τα Κράτη Μέλη θα είναι περιορισμένα αλλά και τα υπάρχοντα δικαστήρια των Κρατών Μελών και της ΕΕ θα πρέπει να τροποποιηθούν. Η MEDEL δηλώνει ότι δεν υπάρχει νομική βάση για τέτοια τροποποίηση από την ΕΕ.
Όπως το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όρισε στην γνωμοδότησή του με αριθμό 1/09 της 8-3-2011 σχετικά με την εγκατάσταση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ευρεσιτεχνίας, Η ΕΕ προσφέρει ένα «ολοκληρωμένο σύστημα δικαιωμάτων προσφυγών και διαδικασιών που θα διασφαλίσουν τον έλεγχο της νομιμότητας των δραστηριοτήτων των θεσμών» (βλ. αιτιολόγηση αρ. 70).
Ανάλογα με το σχεδιαζόμενο Δικαστήριο Ευρεσιτεχνίας, που εξετάστηκε εκεί, το ICS θα αποτελέσει ένα δικαστήριο που θα ίσταται «εκτός του θεσμικού και δικαστικού πλαισίου της ΕΕ» (ατιολόγηση αρ. 71).
Θα είναι, όπως το Δικαστήριο Ευρεσιτεχνίας «ένας θεσμός που θα παρέχεται με μια δική του νομική προσωπικότητα από το διεθνές δίκαιο».
Συνεπώς, μια απόφαση του ICS για παραβίαση του Ενωσιακού δικαίου δεν θα είναι αντικείμενο μιας διαδικασίας για παράβαση των συμβάσεων της ΕΕ ούτε θα μπορεί να οδηγήσει σε «καμμία δημοσιονομική ευθύνη ενός ή περισσοτέρων κρατών μελών» (βλ. αιτιολόγηση αρ. 88).
Για τους λόγους αυτούς το ICS θα «αφαιρούσε την αρμοδιότητα για ερμηνεία και εφαρμογή του δικαίου της ΕΕ από τα δικαστήρια των κρατών μελών και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και από το τελευταίο την αρμοδιότητα να ανταποκρίνεται σε προδικαστικά ερωτήματα υποβληθέντα από τα εθνικά δικαστήρια και εντεύθεν θα στέβλωνε τις αρμοδιότητες που έχουν καθοριστεί με συνθήκες στα όργανα της ΕΕ και των Κρατών Μελών, που είναι ουσιώδη για την προστασία της φύσης του Ενωσιακού Δικαίου» (βλ. αιτιολόγηση αρ. 89).
Η MEDEL δεν βλέπει καμία δικαιολόγηση για την εγκαθίδρυση ενός ειδικού δικαστηρίου για επενδυτές.
Τα Κράτη Μέλη, ως συντεταγμένες πολιτείες, καθιερώνουν και διασφαλίζουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη σε όλα τα υποκείμενα, μέσω των δημοσίων εθνικών δικαστηρίων.
Αποτελεί καθήκον των Κρατών Μελών να διασφαλίσουν πρόσβαση στη δικαιοσύνη για όλους και να εγγυηθούν – προσδίδοντας τις αναγκαίες υποδομές στα δικαστήρια – ότι η πρόσβαση στη δικαιοσύνη είναι επί πλέον διασφαλισμένη και για τους ξένους επενδυτές. Συνεπώς, η σύσταση ενός ICS αποτελεί εσφαλμένη οδό για να προσδοθεί ασφάλεια δικαίου.
Γ. Ανεξαρτησία των δικαστών
Ούτε η σχεδιαζόμενη διαδικασία για τον διορισμό των δικαστών του ICS ούτε το καθεστώς τους είναι σε αρμονία με τις διεθνείς απαιτήσεις για την ανεξαρτησία των δικαστηρίων.
Το ICS παρουσιάζεται, ενάντια σε αυτή την ανασκόπηση, όχι ως διεθνές δικαστήριο αλλά ως διαρκές διαιτητικό όργανο.
Η Μεγάλη Χάρτα (Magna Carta) των δικαστών της CCJE (17-11-2010) αξιώνει την ανεξαρτησία των δικαστών επαγγελματικά και οικονομικά, που διασφαλίζεται με νόμο (2010/3 αρ. 3). Αποφάσεις για την επιλογή, διορισμό και εξέλιξη θα πρέπει να βασίζονται σε αντικειμενικά κριτήρια και να λαμβάνονται από το όργανο που θα πρέπει να διασφαλίζει την ανεξαρτησία (αρ. 5).
Κανένα από τα δύο κριτήρια αυτά δεν πληρούται από το ICS.
Κατά τη λήψη αποφάσεων του ICS δεν εγείρονται μόνο ζητήματα αστικού δικαίου αλλά και ζητήματα διοικητικού, εργατικού, κοινωνικοασφαλιστικού και φορολογικού δικαίου.
Η επιλογή των δικαστών του ICS μεταξύ των ειδικών του δημοσίου διεθνούς δικαίου και του διεθνούς επενδυτικού δικαίου με εμπειρία επίλυσης διεθνών εμπορικών διαφορών (άρθρο 9 αρ. 4) μειώνει αξιοσημείωτα τον αριθμό των υποψηφίων και παραβλέπει την αδήριτη εμπειρία στους ως άνω τομείς του διεθνούς δικαίου. Οι υποψήφιοι δικαστές περιορίζονται σε έναν κύκλο προσώπων, οι οποίοι ήδη στελεχώνουν τα διεθνή διαιτητικά όργανα σε μεγάλη έκταση .
3. Η πολιτική και δικαστική υποχώρηση πρέπει να σταματήσει
Η διαπραγμάτευση και η προσυπογραφή, στη βάση επιδοκιμαστικών επιστολών, για την συμπερίληψη ρήτρας διαιτησίας που θα διευκολύνει την εγκαθίδρυση ειδικού δικαστηρίου είναι μια σοβαρή και ατιμωτική συμπεριφορά ενάντια στο δημοκρατικό Κράτος Δικαίου και στην εθνική κυριαρχία, διότι όλα αυτά λαμβάνουν χώρα χωρίς τον λαό που νομιμοποιεί τα ίδια τα Κράτη και θα πρέπει και εν προκειμένω να αποτελεί τη βάση της εθνικής κυριαρχίας.
Δεν θάπρεπε οι κυβερνήτες ενός Κράτους ή ακόμα και οι απλοί εκτελεστές της πολιτικής τους να δρούν για τη διασφάλιση της ευζωίας των πολιτών τους αντί να προωθούν τα τυχοδιωκτικά συμφέροντα των αγορών και της αδηφαγίας τους για κέρδη;
Σε τελική ανάλυση, τι κρύβουν αυτές οι διαπραγματεύσεις της ΤΤΙΡ;
Άραγε θα αυξήσουν τον πλούτο των πολιτών ή των πολυεθνικών εταιρειών;
Η απάντηση δεν μοιάζει να είναι δυσχερής, αν για την προστασία των επενδύσεων τέτοιων πολυεθνικών εταιρειών ένα μυστικό δικαστήριο έρχεται ως προωθημένο εργαλείο και μια ειδική à la carte δικαιοσύνη, κατασκευασμένη κατά παραγγελία για τα υψηλά συμφέροντα των επενδυτών.
Ένα μυστικό, ειδικό, ιδιωτικό διαιτητικό δικαστήριο, που υποσκελίζει τα δικαστήρια των Κρατών εγκαθιδρύεται όχι για άλλο σκοπό παρά για να υπερασπιστεί τα νεοφιλελεύθερα καρτέλ και να διασφαλίσει την αδηφαγία των πολυεθνικών εταιρειών.
Αυτό το διαιτητικό όργανο θα χαρίσει στις πολυεθνικές εταιρείες νομικά δεσμευτικά προνόμια. Θα έχει το δικαίωμα να τιμωρεί τα Κράτη και, ταυτόχρονα, θα έχει το πλεονέκτημα να μην είναι υπόλογο στους ψηφοφόρους, καθώς και δεν θα υποχρεούται να συμμορφώνεται με τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού ή να αντιμετωπίζει τη λαϊκή οργή ή τα θύματά του, που θα θεωρούνται «παράπλευρες απώλειες».
Για την ισονομία, γιατί άραγε είναι μόνη η προστασία των επενδυτών, σύμφωνα με τις διαπραγματεύσεις της ΤΤΙΡ, που αξιώνει έναν νομικό και δικαστικό μηχανισμό τόσο εξαιρετικό όσο ένα μυστικό δικαστήριο;
Αν τα συμφέροντα των επενδυτών διασφαλίζονται κατ’ αυτόν τον τρόπο και τα οικονομικά, κοινωνιοασφαλιστικά και ανθρώπινα δικαιώματα του λαού που δεσμεύονται από τέτοιες συμφωνίες από τις ίδιες τους τις κυβερνήσεις δεν εξασφαλίζονται, τότε σύμφωνα με τη βασική αρχή της προφύλαξης, έχουμε λόγους να υποπτευόμαστε ότι υπάρχει σοβαρός και αξιοσημείωτος κίνδυνος φαλκίδευσης του υπάρχοντος επιπέδου προστασίας σε πεδία όπως η εργασία, η διατροφή, η ιδιωτικότητα, η οικονομία, η υγεία – με την πιεστική ανάγκη για ιδιωτικοποιήσεις – η υγεία, η ελευθερία του διαδικτύου, η ενέργεια, η εκπαίδευση, η πνευματική ιδιοκτησία, οι φυσικοί πόροι, ο πολιτισμός, η πρόσβαση στα επαγγέλματα, η πρόσβαση σε δημόσιες εγκαταστάσεις, η δυνατότητα τέλεσης ταξιδίων ή μετανάστευσης.
Σε αυτά πρέπει να προστεθεί ο φόβος ότι οι πολυεθνικές εταιρείες θα μπορούν να ασκήσουν αγωγή κατά Κρατών (Κρατών Μελών της ΕΕ) ενώπιον ειδικών δικαστικών οργάνων για τη θέσπιση νόμων που θίγουν τις προβλέψεις των κερδών τους ή για την παράλειψη ανοίγματος τομέων δημοσίου συμφέροντος στην ιδιωτικοποίηση ή στην λογική της αγοράς και καθίσταται σαφές γιατί τίποτα δεν θα διαφεύγει από τις πολυεθνικές εταιρείες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι εταιρείες παράγουν θέσεις εργασίας, δημιουργούν πλούτο και βοηθούν στην ανάπτυξη μιας χώρας, υπό την προϋπόθεση ότι είναι εταιρείες με εταιρική κοινωνική ευθύνη. Εν τούτοις, στις μέρες μας, στην περίπτωση που πρόκειται απλώς για οικονομικά όργανα που σκοπεύουν στη διατήρηση της αξίας των μετοχών τους, που πρέπει να αυξηθεί με κάθε τίμημα, και η ακαταμάχητη επιθυμία για κέρδη και μερίσματα, αποτελούν ταυτόχρονα πηγή ανεργίας, καθώς και εργαλείο εξασθένησης της κοινωνικής και οικονομικής συνοχής και, συχνά, προκαλούν οικολογική κατάρρευση.
Χρησιμοποιώντας χειριστική γλώσσα ή επιτηδευμένες επιστολές, οι διαπραγματευτές ενσταλάζουν στο κοινό την ύπουλη πεποίθηση ότι οι προϋποθέσεις της διαπραγμάτευσης μιας ρήτρας που προστατεύει τους επενδυτές δια μέσου ενός μυστικού δικαστηρίου είναι λογικές.
Οι διαπραγματευτές ασφαλώς γνωρίζουν ότι αυτή η ειδική δικαιοσύνη αποτελεί αυθάδη ισχύ, της οποίας η πρόταση θέτει μια ιδεολογική και ανασταλτική παγίδα
«κατάλληλη για τις αγορές», ένα είδος δικαιοσύνης που ενδιαφέρει τους διαπραγματευτές και τους εμπνέει. Μια δικαιοσύνη, που εύχονται ότι θα είναι επιλήσμων του Συντάγματος ή της Χάρτας των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θα τα αντικαταστήσει με τους νόμους της αγοράς, εγκαταλείποντας τελείως την ασφάλεια του ότι «υπάρχουν ακόμα δικαστές στο Βερολίνο».
Πράγματι, οι διαπραγματευτές αποκρύπτουν την πιο ανηλεή ιδεολογική, πολιτική και κοινωνική μάχη, που διεξάγεται από αυτούς που θέλουν να θέσουν τα ιδιωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα πάνω από τα Κρατικά συμφέροντα, ενθαρρύνοντας την αποδοχή της απαλλοτρίωσης των δικαιωμάτων, στο όνομα της «εξαιρετικής περίστασης» και των «τεράστιων δυνατοτήτων για τα εθνικά Κράτη».
Η ΤΤΙΡ και η ρήτρα ISDS αποτελούν νομικούς μηχανισμούς για την προστασία του υποκείμενου πνεύματος της ιδεολογίας της επιχειρηματικότητας, που στο τέλος περικλείει μια δέσμη άγριων δυνάμεων ανθεκτικών στον κίνδυνο και στον ανταγωνισμό.
Κατά την έναρξη της οικονομικής κρίσης του 2008, θα ήταν καταστροφικό – γιατί θα ήταν πολύ αφελές – να επιμείνει κανείς στο σφάλμα να σκέπτεται ότι οι κυβερνήσεις μπορούν να ελέγξουν τη συμπεριφορά των αγορών.
Πλην, το να παραδοθεί κανείς σε αυτά τα συμφέροντα και πολύ περισσότερο να τα διασφαλίσει ενάντια σε αυτόν που τα προσφέρει σε αυτούς, φαίνεται να είναι πραγματικά δυσοίωνο, για τον μόνο λόγο ότι είναι το ίδιο το Κράτος που εξοπλίζει την αγορά με τα «όπλα» που θα προκαλέσουν θανάσιμη βλάβη στο ίδιο.
Δεν πρόκειται απλώς για ζήτημα προστασίας της επένδυσης, αλλά πολύ περισσότερο ενδυνάμωσης των πολυεθνικών εταιρειών. Έτσι, πέφτουμε στην παγίδα της παλιάς ιστορίας του Δούρειου Ίππου, χωρίς να είμαστε ιδιαιτέρως παραγωγικοί ούτε πραγματικά αφελείς.
Η εθνική κυριαρχία, όπως και η κοινωνική δικαιοσύνη και η δικαιοσύνη υπέρ του λαού αποτελούν τα πιο σοβαρά διλήμματα του νεοφιλελευθερισμού, ο οποίος ψάχνει με κάθε μέσον να απονομιμοποιήσει την ιδέα της δικαιοσύνης, καθώς και τις δυνάμεις του Κράτους να προάξει το κοινό καλό και το δημόσιο συμφέρον.
Το νέο παράδειγμα και η νέα τάξη θα βασιστούν πλέον σε νέα δόγματα, όπως η ελευθερία, η ανισότητα και η αδιαφορία έναντι των πολιτών, των καταναλωτών και των εργαζομένων, η εχθρότητα έναντι του δημόσιου χαρακτήρα της δικαιοσύνης ή της πρακτικής της δημοκρατίας, δεδομένου ότι αυτά θεωρούνται άχρηστα εμπόδια στην ελεύθερη αγορά.
Κατά τον ίδιο τρόπο που το σημερινό περιβάλλον δεν ευνοεί την δημόσια δικαιοσύνη ως λειτουργία του Κράτους, ομοίως δεν ευνοεί και το ίδιο το Κράτος.
Η αποστολή της δημόσιας δικαιοσύνης να σταθεροποιήσει τις κοινωνικές προσδοκίες, εν όψει του ότι είναι ένα εξαιρετικό εργαλείο κοινωνικής ρύθμισης, υπονομεύεται άλλοτε αναθέτοντας αρμοδιότητες του δημοσίου τομέα στον ιδιωτικό τομέα, σε διοικητικές ή διαιτητικές οντότητες και άλλοτε απομειώνοντας τις δημόσιες λειτουργίες στο όνομα των επιχειρήσεων και της αποτελεσματικότητας της αγοράς, με την προοπτική της ανάμιξής της στην ίδια αυτή διαδικασία της διάλυσης της εθνικής κυριαρχίας.
Η ανεξαρτησία και αυτονομία του δικαστικού σώματος, καθώς και της ίδιας της λειτουργίας της περιχαρακώνονται σε αυτό το πλαίσιο και, έτσι, οι τελευταίες δεν εξυπηρετούν θεσμούς όπως το ίδιο το δικαστικό σώμα (Δικαστές και Εισαγγελείς), οι οποίοι νομιμοποιούνται από την ανεξαρτησία και αυτονομία τους και επικαλούνται την κοινωνική και πολιτική αναγνώριση αυτής της ποιότητας.
Στο μέλλον, θα έρθουμε αντιμέτωποι με μία είτε και με τις δύο από τις ακόλουθες προκλήσεις, οι οποίες ενδέχεται να επισυμβούν ταυτόχρονα και να προκαλέσουν ένταση.
Η πρώτη πρόκληση αφορά στην απονομιμοποίηση των θεσμών και στην δυσπιστία έναντι των διαδικασιών τους, που οδηγεί σε φθορά καθώς και στον κατακερματισμό του δικαστικού σώματος και στην απομείωση της συμβολικής και θεσμικής σημασίας του.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι δικαστικοί λειτουργοί ωθούνται σε μια κατάσταση υπαρξιακής αγωνίας, χαρακτηριστικό αυτών των εφήμερων, απορρυθμισμένων και συνεχώς μεταβαλλόμενων καιρών.
Αυτό είναι ένα φαινόμενο που συνοδεύει την απώλεια της σημασίας των εθνών-κρατών και της συνυφασμένης με αυτά εθνικής κυριαρχίας, που συνεπάγεται τη διάβρωση της σύμφυτης με αυτά εξουσίας. Αυτή απομειώνει την πολιτική στο σχεδόν τίποτα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η δικαιοσύνη γίνεται αντιληπτή ως πολιτική δραστηριότητα με στενή έννοια (lato sensu).
Η δεύτερη πρόκληση αφορά στη δυνατότητα της αντίστασης σε αυτά τα σενάρια της κοινωνικής και θεσμικής αποσύνθεσης. Αυτό σημαίνει ότι ως υπερασπιστές των πολιτισμικών σχέσεων, όπως η ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το δημόσιο συμφέρον, και ειδικότερα του δημοκρατικού κράτους δικαίου – ως πηγή νομιμότητας και έντονο κίνητρο της λειτουργικής και πολιτικής νομιμοποίησής τους, που αντιστοιχεί στον δίκαιο νόμο και στην προώθηση του σεβασμού του, ώστε ο Lacordaire θα είχε απόλυτο δίκαιο στη διδασκαλία του, σύμφωνα με την οποία σε μια άνιση κοινωνία υπάρχει ο δίκαιος νόμος που απελευθερώνει και η ελευθερία που καταπιέζει: «ανάμεσα στον ισχυρό και στον ασθενή, μεταξύ του πλούσιου και του φτωχού, μεταξύ του άρχοντα και του σκλάβου, είναι η ελευθερία που καταπιέζει και ο νόμος που απελευθερώνει» -, οι δικαστές αναλαμβάνουν ατομικά ή συλλογικά μια αντίσταση.
Αν η οικονομική δύναμη μπορεί να δημιουργήσει κινδύνους για τη δημοκρατία, καθώς και για μια ανεξάρτητη και κοινή δικαιοσύνη, εκείνοι που διαπραγματεύεται εξ ονόματος των κρατών μελών και έχουν πραγματική στήριξη μπορεί επίσης να θέσουν έναν κίνδυνο, να συγχύσουν το Κράτος με την οικονομική και χρηματοπιστωτική δύναμη – το ένα να συγχνωνευτεί στο άλλο – και να δικαιολογήσουν την υποτιθέμενη απιθανότητα: μέσω της κυβερνητικής δράσης, τα Κράτη αποδίδουν και, μακριά από τον δημοκρατικό έλεγχο, υποβάλλουν τη λαϊκή κυριαρχία στα στοιχειώδη και αναφαίρετα δικαιώματα των επενδυτών.
Δικαστικοί λειτουργοί και πολίτες πρέπει να κινητοποιηθούν για να μην καταδικαστούν σε μια απλή μορφή διαμαρτυρίας και λύπησης για τα μαθήματα που έρχονται πολύ αργά.
21 Μαρτίου, 2016
Το ΔΣ της MEDEL