Συμπεράσματα Ημερίδας “Κοινωνικά και Ατομικά Δικαιώματα στη σκιά της κρίσης”
Αναστάσιος Παυλόπουλος, Δικηγόρος, Υποψήφιος Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου Νομικής Σχολής Α.Π.Θ.
Ευχαριστώ πολύ κύριε πρόεδρε, ευχαριστώ τους διοργανωτές για την πρόσκληση.
Κύριες και κύριοι,
Η ιστορία του καπιταλιστικού συστήματος είναι μία ιστορία διαρκών κρίσεων. Η κρίση αποτελεί εγγενές στοιχείο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και οφείλεται στις δομικές αντιφάσεις που περιέχει και συγκεκριμένα: στη βασική αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα που έχει η παραγωγή από τη μια πλευρά και την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και τη λειτουργία τους με σκοπό το κέρδος, από την άλλη.
Η πρώτη κρίση του δημοκρατικού καπιταλισμού της μεταπολεμικής περιόδου εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, όταν η οικονομική επιβράδυνση, που σήμανε την αύξηση της ανεργίας, άρχισε να απειλεί την διαιώνιση ενός μοντέλου ειρήνευσης των κοινωνικών σχέσεων: η εργατική τάξη αποδέχτηκε την οικονομία της αγοράς με αντάλλαγμα την πολιτική δημοκρατία, η οποία διασφαλίζει κοινωνική προστασία και διαρκή βελτίωση του επιπέδου ζωής.
Ο πρώτος τρόπος αντιμετώπισης των οικονομικών κρίσεων, ήταν η χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής και η αύξηση του πληθωρισμού. Όμως αυτός το τρόπος δεν μπορούσε να διαρκέσει για πάντα, γιατί τελικά οδηγούσε στην αύξηση της ανεργίας, τιμωρώντας τους εργαζόμενους, τα συμφέροντα των οποίων είχε αρχικά εξυπηρετήσει. Έτσι την κάλυψη των κρατικών αναγκών για τη διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, ανέλαβε το κράτος με τον δημόσιο, αρχικά, και τον ιδιωτικό αργότερα δανεισμό. Όμως και αυτός ο τρόπος αποσόβησης των κρίσεων, δεν μπορούσε να διατηρηθεί για πάντα: τα δημόσια ελλείμματα, απορροφούσαν τους διαθέσιμους παραγωγικούς πόρους και στραγγάλιζαν τις ιδιωτικές επενδύσεις, προκαλώντας άνοδο των επιτοκίων και οικονομική επιβράδυνση.
Ένα νέο πρόβλημα, ήρθε επομένως, στο προσκήνιο και απασχόλησε υπερχρεωμένα κράτη, όπως το δικό μας: πώς θα μειώσουμε το δημόσιο χρέος; Σύμφωνα με το γνωστό βιβλίο, «Το κεφάλαιο», του Καθηγητή Piketty, τρεις είναι οι τρόποι μείωσης του δημοσίου χρέους: ο φόρος στο κεφάλαιο, ο πληθωρισμός και η λιτότητα. Η χειρότερη λύση από άποψη τόσο δικαιοσύνης όσο και αποτελεσματικότητας είναι μία παρατεταμένη θεραπεία λιτότητας, η οποία εντούτοις ακολουθείται σήμερα στην Ευρώπη.
Οι πολιτικές της λιτότητας, θίγουν άμεσα, ευθέως, το κοινωνικό κράτος, καθώς τείνουν στην περιστολή των κοινωνικών δαπανών, που σε πολλές περιπτώσεις αντιμετωπίζονται ως περιττό κόστος. Τα κοινωνικά δικαιώματα δέχονται πρώτα από όλα τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης και των λιτότητας, αφού κυρίαρχο δόγμα της πολιτικής είναι η εξασφάλιση δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Καθώς, όμως, συχνά η περιστολή των κοινωνικών δικαιωμάτων διασαλεύει σε έναν έστω βαθμό την κοινωνική ειρήνη και προκαλεί την αντίδραση των λαϊκών μαζών, η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι μετά την επίθεση στα κοινωνικά δικαιώματα, ακολουθεί η επίθεση στα ατομικά. Είναι πολύ χαρακτηριστική η φράση του Βρετανού Πρωθυπουργού, μεσούσης της εξέγερσης στο βορειοανατολικό Λονδίνο τον Αύγουστο του 2011: «Ό,τι κρίνει απαραίτητο η αστυνομία, θα γίνει νόμος», είχε πει.
Η πολιτική αντίδραση, συχνά και πολιτική ανυπακοή, όπως και η κοινωνική διεκδίκηση εντάσσονται στη σφαίρα της πολιτικής διαδικασίας. Ένας άλλος δρόμος, που ακολουθείται -σημαντικός, αν όχι ο σημαντικότερος- είναι η άσκηση του δικαιώματος των δικαιωμάτων, όπως συχνά αποκαλείται: του δικαιώματος δικαστικής προστασίας.
Οι πολίτες στρέφονται ενώπιον των δικαστηρίων, ζητώντας την αποκατάσταση των θιγομένων δικαιωμάτων τους. Ο δικαστής, έτσι, βρίσκεται προ μεγάλων διλλημάτων: από τη μία μεριά της εκπλήρωσης της συνταγματικής του αποστολής για προστασία των δικαιωμάτων, και από την άλλη μεριά της διατήρησης του συνταγματικού του ρόλου ως εκείνου που εφαρμόζει, αλλά δεν θέτει τους ισχύοντες κανόνες δικαίου.
Υπό την οπτική αυτή, η ημερίδα την οποία σήμερα παρακολουθήσαμε υπό την διοργάνωση της Ένωσης Ελλήνων Δικαστών για τη Δημοκρατία και τις Ελευθερίες, συνιστά μία συμβολή στην αποσαφήνιση του ρόλου του δικαστή ως προστάτη των δικαιωμάτων εκείνων, που «σκιάζονται» από την οικονομική κρίση.
Τα συμπεράσματα μίας τέτοιας εκδήλωσης δε θα μπορούσε παρά να είναι πλούσια: Καθώς το συνέδριο είναι ακόμα σε εξέλιξη, με κάθε συντομία θα ακολουθήσουν ορισμένες σκέψεις, που αποτελούν περισσότερο εναύσματα για περαιτέρω συζήτηση, προβληματισμό και έρευνα.
Η πρώτη συνεδρία, την οποία συντόνισε ο Επίτιμος Αντιπρόεδρος του ΣτΕ, κ. Γεώργιος Σταυρόπουλος, ξεκίνησε με την εισήγηση του Καθηγητή και Αναπληρωτή Υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης κ. Γιώργου Κατρούγκαλου, που είχε ως τίτλο: «Το παρασύνταγμα των μνημονιακών ρυθμίσεων και τα θεμελιώδη δικαιώματα». Η κεντρική ιδέα της εισήγησης ήταν ότι οι ρυθμίσεις του «Μνημονίου» επιχείρησαν χωρίς τη λαϊκή συναίνεση μία ριζική ανατροπή του οικονομικού συντάγματος της χωράς προς μία νεοφιλελεύθερη κατεύθυνση, με παράλληλο παραγκωνισμό του ισχύοντος οικονομικού και κοινωνικού Συντάγματος. Προέκυψε, υπό την οπτική αυτή, ένα «παρασύνταγμα», ένα πλέγμα κανόνων, που εφαρμόζονται με μία εν τοις πράγμασι αναστολή των ισχυουσών συνταγματικών διατάξεων.
Τα ζητήματα, τα οποία απασχόλησαν ιδιαίτερα τον εισηγητή είναι τα εξής:
Το πρώτο ζήτημα είναι η νομική φύση του μνημονίου. Η βασική θέση που εδώ διατυπώθηκε είναι ότι τα μνημόνια δεν αποτελούν διεθνείς συμβάσεις, αλλά πολιτικά προγράμματα. Και τούτο, γιατί τα ελάχιστα αναγκαία εννοιολογικά στοιχεία της διεθνούς συνθήκης, κατά το Σύνταγμα και το διεθνές δίκαιο είναι α) να περιέχει αυτή κανόνες δικαίου και όχι απλώς προγραμματικές διατάξεις και β) τα υποκείμενα του διεθνούς δικαίου τα οποία συμβάλλονται να στοχεύουν να προσδώσουν διεθνή νομική δεσμευτικότητα στους εν λόγω κανόνες. Και τα δύο αυτά στοιχεία ελλείπουν από τα μνημόνια. Στο σημείο αυτό ο εισηγητής εστίασε ιδιαίτερα σε ένα ερώτημα, που απασχόλησε την επικαιρότητα, πριν λίγες ημέρες: η παράταση της δανειακής σύμβασης είναι επιβεβλημένο να κυρωθεί από την Βουλή; Η απάντηση που δόθηκε είναι αρνητική, με την αιτιολογία ότι η συμφωνία για παράταση της υφισταμένης δανειακής σύμβασης, καθώς δεν περιέχει νέους όρους, αποτελεί συμφωνία απλοποιημένης μορφής και ως εκ τούτου δεν χρήζει κυρώσεως από τη Βουλή κατά το άρθρο 36 § 2 Συντ.
Το δεύτερο ζήτημα είναι οι επιμέρους παραβιάσεις του Συντάγματος, από τα μέτρα του Μνημονίου. Στο σημείο αυτό αναφέρθηκαν ιδιαίτερα οι επεμβάσεις στην εργατική νομοθεσία, με στόχο την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, ο εν γένει περιορισμός του κράτους, καθώς και οι ιδιωτικοποιήσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ρυθμίσεις σχετικά με την δυνατότητα καθορισμού ημερομισθίου για τους νέους ηλικίας κάτω των 25 ετών, που εισέρχονται στην αγορά εργασίας για πρώτη φορά, κατώτερο από αυτό που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Η εν λόγω ρύθμιση είναι, κατ’ αρχάς, ευθέως αντίθετη στο δεύτερο εδάφιο του άρθρου 22 § 1Σ, που παρέχει στον εργαζόμενο δικαίωμα να αξιώσει ίση αμοιβή για ίση εργασία, εφόσον οι εν λόγω νέοι θα πληρώνονται λιγότερο για ίδια εργασία.
Ο εισηγητής κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι σχετικές ρυθμίσεις ήταν αντισυνταγματικές λόγω της ουσιαστικής αντίθεσης του περιεχομένου τους με θεμελιώδεις συνταγματικές αρχές (ισότητα στα δημόσια βάρη, αρχή της αναλογικότητας) και τα συνταγματικά κατοχυρωμένα κοινωνικά δικαιώματα και όχι επειδή δεν είχαν έρεισμα σε διεθνή κανόνα δικαίου.
Η δεύτερη θεματική της πρώτης συνεδρίας επικεντρώθηκε στη δημόσια κτήση ως στοιχείο της βιώσιμης ανάπτυξης. Η εισήγητρια κα. Καραμανώφ, Σύμβουλος Επικρατείας, ανέδειξε με ιδιαίτερα μεθοδικό τρόπο την σύγχρονη διάσταση της σχέσης της δημόσιας κτήσης με την αρχή της βιώσιμης ανάπτυξης.
Εκείνο που πρέπει πρώτο να συγκρατήσουμε είναι ο προσδιορισμός της έννοιας της βιώσιμης ανάπτυξης: Βιώσιμη ανάπτυξη σημαίνει ότι το Σύνταγμά κατοχυρώνει το κυρίαρχο Κράτος, το οποίο οφείλει να σχεδιάζει και να εφαρμόζει αυτόνομη πολιτική, η οποία να διαφυλάττει το φυσικό, πολιτιστικό και κοινωνικό κεφάλαιο της χώρας. Σημαίνει ότι η οικονομία πρέπει να είναι βιώσιμη, η προστασία του περιβάλλοντος πρέπει να είναι το απαράβατο όριο για κάθε οικονομική δραστηριότητα.
Το δεύτερο είναι ότι η βιώσιμη ανάπτυξη τίθεται σε δοκιμασία την εποχή της οικονομικής κρίσης, όπως την γνωρίζουμε στην χώρα μας τα τελευταία 5 χρόνια. Υπογράφοντας το Μνημόνιο αποδεχθήκαμε, να νοθεύσουμε την κυριαρχία μας σε θεμελιώδεις δημόσιες πολιτικές, οι οποίες αποτελούν τον πυρήνα της εθνικής μας πολιτικής, όπως είναι η δημοσιονομική και φορολογική πολιτική, και κατ’ επέκταση σε όλες τις άλλες βασικές πολιτικές. Βιωσιμότητα, υγεία, παιδεία, πρόνοια, κ.λπ., και αν δεν πλήττονται ρητά, εξουδετερώνονται εμμέσως, εφ’ όσον δεν υπάρχουν πλέον πόροι για να χρηματοδοτηθούν. Ο πρωταρχικός δημόσιος σκοπός αυτή την στιγμή είναι ένας και μοναδικός, η εξυπηρέτηση του χρέους της Χώρας και η αύξηση των εσόδων για να εξυπηρετηθεί το χρέος αυτό.
Το τρίτο είναι ότι μία από τις όψεις της βιώσιμης ανάπτυξης που θίγεται, είναι και αυτή της δημόσιας κτήσης. Η δημόσια κτήση περιλαμβάνει πάσης φύσεως ακίνητα, τα οποία μπορεί να εξυπηρετούν ταυτόχρονα έναν ή περισσότερους δημόσιους σκοπούς: ακτές, δάση, οικότοποι, βιοτόποι ορεινοί όγκοι, λιμάνια, κ.ο.κ. Πρόκειται για στοιχεία αναγκαία όχι μόνο για την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος ή της πολιτιστικής κληρονομιάς, αλλά και για την λειτουργία του κοινωνικού κράτους,
Σήμερα, η δημόσια κτήση βάλλεται από δύο πλευρές: Τις αθρόες ιδιωτικοποιήσεις των δημοσίων υπηρεσιών και τη συλλήβδην εκποίηση όλων των δημοσίων ακινήτων, τα οποία το κράτος θεωρεί ως ιδιωτική του περιουσία ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά τους και τον κατά φύση προορισμό εκάστου.
Η Εισήγηση κατέληξε στην εξής παραδοχή: Οι σύγχρονες ανάγκες μας καλούν να θυσιάσουμε το φυσικό, πολιτιστικό και κοινωνικό μας κεφάλαιο. Είμαστε υποχρεωμένοι για τον λόγο αυτό, να τηρήσουμε το μέτρο. Η ελληνική παράδοση μας διδάσκει τον μύθο του Ερεσίχθονα, ο οποίος αποψίλωσε το άλσος που ήταν αφιερωμένο στη Θεά Δήμητρα. Αυτή τότε τον καταδίκασε σε ακράτητη πείνα.
Η δεύτερη συνεδρία, την οποία συντόνισε ο Πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Χαλκίδας, κ. Λάμπρος Γκάνης, ξεκίνησε με την εισήγηση του Καθηγητή κ. Σπύρου Βλαχόπουλου, και με θέμα: «Οικονομική κρίση και δικαίωμα στην ιδιοκτησία».
Η κεντρική ιδέα της εισήγησης είναι ότι η ιδιοκτησία αποτελεί βασικό πυλώνα του δυτικού πολιτισμού και ότι στη σύγχρονη εποχή νοείται ως σύνολο εμπραγμάτων και ενοχικών δικαιωμάτων, που υπό τα δεδομένα του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος επιτρέπει στον άνθρωπο να αναπτύξει ελευθέρως την προσωπικότητά του, συμμετέχοντας υπό όρους υγιούς ανταγωνισμού και αξιοκρατίας στην κοινωνική και οικονομική ζωή. Ο θεσμικός πυλώνας της ιδιοκτησίας οδήγησε στη διαμόρφωση του κράτους δικαίου, αλλά και στην καλλιέργεια των θεσμών της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Στην σύγχρονη εποχή, οι νεοφιλελεύθερης προέλευσης πολιτικές λιτότητας, σε συνδυασμό με την υπερφορολόγηση του εισοδήματος, οδηγούν στην αποδυνάμωση της ιδιοκτησίας.
Το κανονιστικό περιεχόμενο του δικαιώματος ιδιοκτησίας, αναφέρεται στα εξής: α) καταλαμβάνει μόνο τα εμπράγματα και όχι τα ενοχικά δικαίωμα, β) προστατεύει μόνον τις ιδιωτικού δικαίου έννομες σχέσεις, γ) τα εμπράγματα δικαιώματα ορισμένων ΝΠΔΔ, όπως οι ΟΤΑ και τα ΑΕΙ έχουν συνταγματική προστασία. Η νομολογία παγίως συνάγει το υπερνομοθετικής ισχύος κάλυμμα των ενοχικών περιουσιακής φύσεως δικαιωμάτων από το άρθρο1 του ΠΠΠ της ΕΣΔΑ. Με την ΣτΕ 1116/2014 αναφορικά με το PSI, αναγνωρίστηκε εξίσου η θεμελίωση των ενοχικών αξιώσεων στο άρθρο 17 Συντ.
Σε συνθήκες κρίση ιδιαίτερη έκταση προσλαμβάνει η φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας. Χαρακτηριστικές τέτοιες περιπτώσεις είναι ο ΕΝΦΙΑ και το ΕΕΤΗΔΕ. Ο ΕΝΦΙΑ ρητά χαρακτηρίζεται ως φόρος, ενώ το ΕΕΤΗΔΕ ως τέλος. Η είσπραξη του ΕΝΦΙΑ ανατέθηκε στις φορολογικές αρχές, ενώ για το ΕΕΤΗΔΕ, η ΔΕΗ χρησιμοποιήθηκε ως εισπρακτικός μηχανισμός. Και στις δύο περιπτώσεις ο φόρος επιβάλλεται αποσυνδεδεμένος από την πρόσοδο, την οποία επιφέρει το ακίνητο αλλά σε σύνδεση με την αντικειμενική του αξία.
Η υπ’ αριθμ. 1972/2012 απόφαση του ΣτΕ, έκρινε ότι το ΕΕΤΗΔΕ είναι φόρος και όχι τέλος (δεν έχει σημασία ο νομοθετικός ορισμός, αλλά η ουσία της επιβάρυνσης). Το ΣτΕ χρησιμοποίησε την έννοια του δημοσίου συμφέροντος για να δικαιολογήσει την επέμβαση, το οποίο εννόησε ως έκτακτο δημοσιονομικό συμφέρον, καθώς και τον παροδικό του χαρακτήρα (2011-2012). Αντιθέτως, θεώρησε αντισυνταγματική τη διακοπή του ρεύματος, καθώς αυτή θεωρήθηκε ως παρακώλυση των δικαιωμάτων του καταναλωτή, που απορρέουν από την σχετική σύμβαση προμήθειας δικαιωμάτων. Παρόμοια ήταν η κρίση του ΣτΕ και στην υπ’ αριθμ. 532/2015 απόφαση για τον ΦΑΠ, ο οποίος εξαρχής προβλέφθηκε να έχει μόνιμο χαρακτήρα. Στην ίδια νομολογιακή γραμμή αναφορικά με το δικαίωμα της ιδιοκτησίας και την φορολόγηση ακινήτων εντάσσεται και η σημαντική υπ’ αριθμ. 4003/2014 απόφαση του ΣτΕ, στην οποία κρίθηκε ότι συντελέστηκε παράλειψη οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, λόγω της μη έκδοσης Απόφασης αναπροσαρμογής των αντικειμενικών αξιών από το έτος 2007 και έπειτα.
Ο εισηγητής έκλεισε με μία φράση, που αξίζει να συγκρατήσουμε: στη χώρα μας σκεφτόμαστε το σήμερα και όχι τις αναγκαίες θεσμικές αλλαγές.
Η δεύτερη θεματική της δεύτερης συνεδρίας, αφορούσε την εισήγηση της κας. Αθηνάς Πετρόγλου, με τίτλο: «Το δικαίωμα κοινωνικής ασφάλισης στην σκιά της κρίσης». Η εισήγηση επικεντρώθηκε στα όρια της νομοθετικής δράσης επί του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης, όπως αυτά διαγράφονται από τις πρόσφατες νομολογιακές τάσεις. Η προσέγγιση, που ακολουθήθηκε θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ιδιαιτέρως ρεαλιστική, υπό την έννοια ότι προσεγγίζει το δικαίωμα κοινωνικής ασφάλισης με όρους δυνάμενους να ακολουθηθούν από τη νομολογία. Οι βασικοί άξονες γύρω από τους οποίους αναπτύχθηκαν οι σκέψεις της κας. Πετρόγλου, είναι οι εξής:
Πρώτον, το δικαίωμα κοινωνικής ασφάλισης είναι κατ αρχήν δικαίωμα ασφάλισης, δηλ. δικαίωμα σε παροχές, που θεμελιώνεται στην προηγούμενη καταβολή εισφορών και έχει ως σκοπό την αναπλήρωση της απώλειας του μισθού κατά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου.
Δεύτερον, το δικαίωμα κοινωνικής ασφάλισης θεμελιώνεται στην διαγενεακή αλληλεγγύη, δηλ. στην αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της ίδιας γενεάς, αλλά και αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών. Η αλληλεγγύη αυτή διασφαλίζεται με δύο τρόπους, πρώτον, με την υποχρεωτικότητα της κοινωνικής ασφάλισης και δεύτερον με την εγγύηση της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος, με απώτερο σκοπό την διασφάλιση αξιοπρεπούς σύνταξης.
Τρίτον, οι περικοπές των καταβαλλόμενων συντάξεων, πρέπει να δικαιολογούνται σε κάθε περίπτωση με λόγους δημοσίου συμφέροντος, που σχετίζονται με την ανάγκη διασφάλισης της βιωσιμότητας του ασφαλιστικού συστήματος.
Τέταρτον, η αξιοπρεπής σύνταξη δεν είναι το Existenzminimum. Είναι η σύνταξη που τελεί σε στοιχειώδη αντιστοιχία με τις αποδοχές που ο συνταξιούχος είχε κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου και επί των οποίων κατέβαλε εισφορές για τη σύνταξη, όπως η αντιστοιχία αυτή προσδιορίζεται ειδικότερα από τη σχέση των εσόδων από τους εν ενεργεία ασφαλισμένους προς τις δαπάνες για τους ήδη συνταξιούχους και αντανακλάται στη σχέση της σύνταξης κάθε συνταξιούχου με το μέσο όρο σύνταξης που λαμβάνουν οι υπόλοιποι συνταξιούχοι την ίδια περίοδο. Ιδιαίτερα αξίζει να προσέξουμε την σκέψη αυτή, καθώς αντανακλά ιδιαίτερα εμφατικά την πραγματιστική προσέγγιση της εισηγήτριας. Υπενθυμίζεται ότι στην θεωρία έχουν κατά καιρούς υποστηριχθεί διάφορες θεωρίες, αναφορικά με το συνταγματικό minimum προστασίας του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης. Μία τέτοια διαφορετική εκδοχή είναι η πλήρης αναλογία μεταξύ εισφορών και παροχών, με το αιτιολογικό ότι μόνο υπό την προϋπόθεση αυτή διατηρείται ο χαρακτήρας της ασφάλισης ως κοινωνικού δικαιώματος, σε αντιδιαστολή προς την ιδιωτική ασφάλιση.
Η εισηγήτρια συμπερασματικά επεσήμανε πως η αξιοπρεπής σύνταξη, υπό την ως άνω κοινωνικοασφαλιστική έννοια του όρου, αποτελεί τον πυρήνα του δικαιώματος κοινωνικής ασφάλισης και επομένως το όριο πέραν του οποίου δεν είναι συνταγματικά ανεκτή η μείωση από το νομοθέτη των ήδη καταβαλλόμενων συντάξεων.
Η τελευταία θεματική ενότητα της ημερίδας μας, όπως αναπτύχθηκε από την Λέκτορα του Εργατικού Δικαίου κα. Φωτεινή Δερμιτζάκη, αφορούσε στην υποβάθμιση της λειτουργίας του εργατικού δικαίου, όπως αυτή συντελέστηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου της οικονομικής κρίσης. Εδώ αγαπητοί συνάδελφοι, τονίστηκε ο ρόλος του Συντάγματος ως ορίου των νομοθετικών επεμβάσεων στο πεδίο των ατομικών και συλλογικών σχέσεων εργασίας, ενώ η ανάπτυξη επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στο παράδειγμα των λεγομένων «ρητρών μονιμότητας».
Ας μου επιτραπούν στο σημείο αυτό ορισμένες προκαταρκτικές παρατηρήσεις: Σε γενικότερο επίπεδο είναι γνωστό σε όλους μας το γεγονός πως το εργατικό δίκαιο βρέθηκε πολλάκις στο θεματικό κέντρο των Νόμων που υλοποίησαν το περιεχόμενο των «Μνημονίων». Η «μνημονιακή», όπως θα την ονομάζαμε περίοδος του εργατικού δικαίου αποτελεί την εγγύτερη ιστορικά φάση, μία διαρκώς εξελισσόμενης πορείας, που πολύ συνοπτικά θα μπορούσε να παρουσιαστεί ως εξής:
Η πρώτη φάση αυτής της πορείας είναι η τριακονταετής μεταπολεμική ανάπτυξη (1945-1975), κατά την οποία κυριάρχησε το φορντικό παραγωγικό πρότυπο. Με τον όρο «Φορντισμός» αναφερόμαστε στην εποχή της εντατικής συσσώρευσης, με κινητήρια δύναμη τη μαζική παραγωγή και συνάμα την εντατικοποίηση της εργασίας και την παρεπόμενη ανάπτυξη του εργατικού δυναμικού και εν γένει της απασχόλησης.
Η δεύτερη φάση αυτής της πορείας ξεκινά από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, οπότε και εμφανίζονται και κυριαρχούν τα φαινόμενα κρίσης του φορντισμού, που μεταξύ άλλων αποδίδεται στην πετρελαϊκή κρίση του 1973. Σύμπτωμα της κρίσης ήταν η κάμψη στο ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας, η οποία, περαιτέρω, έφερε στο προσκήνιο το πρόταγμα της ευελιξίας. Το νέο παραγωγικό πρότυπο, που προέκυψε απαιτούσε νέου τύπου εργατικό δυναμικό και εν γένει μία συνολική αναδιοργάνωση της εργασιακής διαδικασίας και των εργασιακών σχέσεων, ώστε η ευελιξία και η ικανότητα ταχείας προσαρμογής να αποτελεί κεντρική αρχή του παραγωγικού συστήματος. Η διάκριση ανάμεσα στην «αριθμητική» και στη «λειτουργική» ευελιξία είναι χρήσιμη προκειμένου να αξιολογηθούν οι επιπτώσεις των σύγχρονων μεταβολών στην εργασία. Ως «αριθμητική» ευελιξία ορίζεται η ευελιξία με την οποία ο αριθμός των απασχολούμενων μπορεί να προσαρμόζεται στις μεταβολές της ζήτησης. Ως «λειτουργική» ευελιξία θεωρούμε την ευελιξία των απασχολουμένων όσον αφορά τις τεχνικές τους δυνατότητες να εκτελούν ποικίλες εργασίες, προσαρμοσμένες στις διακυμάνσεις της ζήτησης, αλλά και στις ποιοτικές αλλαγές στη σύνθεσή της.
Τα ευρωπαϊκά κράτη, που ακολουθούσαν ιδιαίτερα το ηπειρωτικό κράτος πρόνοιας, επιχείρησαν να αντιμετωπίσουν τις νέες παραγωγικές ανάγκες με τον συνδυασμό κανόνων ευελιξίας με ασφάλεια (flexicurity), η οποία είχε ως στόχο την ήπια προσαρμογή των εργασιακών κανόνων στους κανόνες της αγοράς, κατά τρόπο, όμως, που να εξασφαλίζει μία αποτελεσματική άσκηση των εργατικών δικαιωμάτων. Προκειμένου να αποφευχθεί η απορρύθμιση, επιχειρήθηκε σε πολλές περιπτώσεις η επαναρρύθμιση των εργασιακών σχέσεων.
Η τρίτη φάση των εργασιακών σχέσεων, που συναντάται ιδιαιτέρως στη χώρα μας, είναι ακριβώς η αντίθετη: η απορρύθμιση των εργατικών σχέσεων. Στο πλαίσιο της εσωτερικής υποτίμησης κάθε αμοιβή εργασίας που δεν υποστηρίζει τις επιταγές του χρηματιστηριακού κεφαλαίου, αντιμετωπίζεται ως κόστος που πρέπει να περικοπεί και όχι ως αναγκαίο εισόδημα. Υπό την επήρεια τέτοιων νεοφιλελεύθερης προέλευσης ιδεολογημάτων, τα τελευταία 5 χρόνια επιδιώχθηκε η επέλευση ευελιξίας στις εργασιακές σχέσεις, όχι μόνο διάχυτης, αλλά συνάμα ανορθολογικής και συχνά ασύνδετης προς τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας. Στις ατομικές εργασιακές σχέσεις η ευελιξία αφορά ιδίως τις απολύσεις και τη λειτουργία των συμβάσεων εργασίας, ενώ στις συλλογικές σχέσεις θίγει τον πυρήνα της συλλογικής αυτονομίας και ιδίως των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Μία χαρακτηριστική περίπτωση των νέων αλλαγών που επήλθαν στις εργασιακές σχέσεις είναι και η κατάργηση των «ρητρών μονιμότητας», η οποία απασχόλησε και την αντίστοιχη θεματική της ημερίδας μας. Η εισήγηση της κας. Δερμιτζάκη, μπορεί να συνοψιστεί στα εξής σημεία:
Πρώτον, τι είναι οι ρήτρες μονιμότητας; Πρόκειται για διατάξεις που συναντούμε είτε στον νόμο είτε σε ΣΣΕ είτε σε κανονισμούς εργασίας και οι οποίες προστατεύουν τις θέσεις εργασίας εργαζομένων με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου στον δημόσιο τομέα. Οι ρήτρες μονιμότητας άλλοτε όριζαν ότι η καταγγελία μίας τέτοιας σύμβαση γίνεται για σπουδαίο λόγο, άλλοτε προέβλεπαν ότι συγκεκριμένους λόγους καταγγελίας και άλλοτε όριζαν ένα όριο ηλικίας, με τη συμπλήρωση του οποίου έληγε η σύμβαση εργασίας.
Δεύτερον, ποια είναι η πρακτική προστασία που προσέφεραν οι ρήτρες μονιμότητας; Με τις ρήτρες μονιμότητας η καταγγελία επιτρεπόταν μόνο για σπουδαίο λόγο για λόγους αναγόμενους στο πρόσωπο ή τη συμπεριφορά του εργαζομένου (π.χ. λόγοι ανικανότητας ή λόγοι πειθαρχικοί) [άλλο βέβαια το θέμα εάν δεν εφαρμοζόταν στην πράξη], ενώ δυσχέραιναν σε πολύ σημαντικό βαθμό την καταγγελία για οικονομικοτεχνικούς λόγους
Τρίτον, ποιες αλλαγές επήλθαν με τον Ν. 4046/2012 και την ΠΥΣ 6/2012: Με τις διατάξεις αυτές ορίστηκε πρώτον ότι όλες οι συμβάσεις που έχουν ως λήξη την συμπλήρωση ορισμένης ηλικίας (ή της ηλικίας συνταξιοδότησης) [περιέχουν δηλ. ρήτρα μονιμότητας] μετατρέπονται σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, για τις οποίες ισχύουν οι κανονικές διαδικασίες απόλυσης, ενώ κάθε άλλη διάταξη νόμου, ΣΣΕ ή κανονισμού εργασίας, που υποκρύπτει ρήτρα μονιμότητας, καταργείται.
Τέταρτον, ποια είναι η συνταγματική αξιολόγηση των επελθουσών αλλαγών; Η συζήτηση γύρω από τις ρήτρες μονιμότητας συνδέεται με την ευρύτερη προβληματική της συνταγματικής προστασίας της θέσης εργασίας. Η επέμβαση του νομοθέτη στο περιεχόμενο των ΣΣΕ ή των κανονισμών εργασίας ή άλλων νομοθετικών διατάξεων, που κατοχυρώνουν ρήτρες μονιμότητας, συνιστά αποδόμηση του κοινωνικού κεκτημένου, που είχε ήδη διαμορφωθεί. Στο πλαίσιο της θεωρίας του σχετικού κοινωνικού κεκτημένου, θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις, που θα τηρούσαν την αρχή της αναλογικότητας. Στην περίπτωση μας, λόγω της έκτασης της κατάργησης των ρητρών μονιμότητας και της απροσφορότητας αυτής να ικανοποιήσει την εξαγγελλόμενη δημοσιονομική εξυγίανση, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κατάργηση των ρητρών μονιμότητας στερείται συνταγματικού κύρους.
Κυρίες και κύριοι,
Η ημερίδα αυτή νομίζω πως πρέπει να κλείσει με τον ίδιο τρόπο, που ξεκίνησε την εισαγωγική του τοποθέτηση ο Επίτιμος Αντιπρόεδρος του ΣτΕ, κος. Σταυρόπουλος: Τα μνημόνια, μας είπε, δεν έχουν μόνο αρνητικές επιπτώσεις. Έχουν και θετικά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. ο περιορισμός της αλόγιστης σπατάλης.
Εάν στην νέα περίοδο, που φαίνεται να έχει αρχίσει, κατορθώσουμε να συγκρατήσουμε μόνο αυτά τα θετικά και να θεραπεύσουμε τα αρνητικά, τότε μπορούμε να εκφράσουμε την ελπίδα ότι τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα δεν θα παραμείνουν για καιρό ακόμα υπό την σκιά της κρίσης.
Με τις σκέψεις αυτές,
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας !