Π. Αλικάκος, Η οικουμενική διάσταση της δικαστικής δεοντολογίας

Δημοσιευμένο κείμενο στον επετειακό τόμο για τα τριάντα χρόνια της ΕΝΟΒΕ, εκδ. Σάκκουλα 2017

Η οικουμενική διάσταση της δικαστικής δεοντολογίας
Οι αρχές Bangalore
Πέτρος Αλικάκος
Δ.Ν., Πρωτοδίκης
Ι. Eισαγωγή
Έ
χει ειπωθεί 1 : «Ουδείς αμφιβάλλει ότι οι δικαστές οφείλουν να συμπεριφέρονται
σύμφωνα με συγκεκριμένες σταθερές, τόσο εντός όσο και εκτός δικαστηρίου. Είναι
όμως αυτό μια απαίτηση για εθελοντική συμμόρφωση σε προσωπικό επίπεδο ή αποτελεί
προσδοκία για συγκεκριμένες σταθερές συμπεριφοράς, η οποία πρέπει να προσεγγιστεί ως
καθορισμένος επαγγελματικός φορέας προς το ίδιο συμφέρον, αλλά και προς το συμφέρον
της κοινωνίας; (Οι δικαστικοί λειτουργοί) συγκροτούμε μια ειδική ομάδα μέσα στην κοι-
νότητα. Ένα επιλεγμένο τμήμα της που επιτελεί ένα αξιοσέβαστο λειτούργημα. Μας εμπι-
στεύονται ημέρα με την ημέρα την άσκηση σημαντικής εξουσίας. Η ενάσκησή της έχει
καθοριστικές συνέπειες πάνω στις ζωές και τις περιουσίες αυτών των ανθρώπων που έρ-
χονται ενώπιον μας. Οι πολίτες δεν μπορούν να είναι βέβαιοι ότι οι ίδιοι ή οι περιουσίες
τους δεν θα εξαρτηθούν κάποια ημέρα από τη δική μας κρίση. Έτσι δεν επιθυμούν τέτοια
εξουσία να εναποτίθεται σε κάποιον/κάποια του οποίου/της οποίας η τιμιότητα, η ικανό-
τητα ή οι προσωπικές σταθερές θα τίθενται σε αμφιβολία. Είναι αναγκαίο για τη συνέχεια
του συστήματος του δικαίου, όπως το γνωρίζουμε, να υφίστανται σταθερές συμπεριφοράς,
τόσο εντός όσο και εκτός δικαστηρίου, οι οποίες στόχο θα έχουν να διατηρήσουν την
εμπιστοσύνη των πολιτών σε αυτές τις παραπάνω προσδοκίες».
Οι δικαστικοί λειτουργοί αποτελούν το ανθρώπινο δυναμικό του ακρογωνιαίου λίθου
της δημοκρατικής κοινωνίας, της δικαιοσύνης. Είναι η δικαιοσύνη, σε τελική ανάλυση το
δικαστικό σώμα, που με τις ετυμηγορίες του θέτει τα όρια της δραστηριοποίησης της ίδιας
αυτής δημοκρατικής κοινωνίας. H συνεπής εφαρμογή του κράτους δικαίου, τελικά διασφα-
λίζεται από ένα δικαστικό σώμα αδιαμφισβήτητης ακεραιότητας.
Η ισοβιότητα των μελών του δικαστικού σώματος καθιστά την ύπαρξη σταθερών συ-
μπεριφοράς τόσο ενδο-δικαστηριακής, όσο και εξω-δικαστηριακής ακόμη πιο επιτακτική.
Οι σταθερές αυτές επιτυγχάνονται με τη θέσπιση αρχών δικαστικής συμπεριφοράς, που
διέπουν την εντός και εκτός δικαστηρίου δραστηριοποίηση του δικαστικού λειτουργού.
Οι αρχές της δικαστικής συμπεριφοράς σχεδιάζονται για να δεσμεύουν τους δικαστι-
κούς λειτουργούς και δεν στοχεύουν σε περίπτωση παραβίασής τους στην πειθαρχική τους
δίωξη. Η πρόβλεψη του πειθαρχικού δικαίου ως προς το δικαστικό σώμα, αφορά λίγες και
καμία φορά εξεζητημένες περιπτώσεις. Ο παιδευτικός χαρακτήρας της πειθαρχικής ποινής
είναι περιορισμένος. Η ύπαρξη όμως κώδικα δεοντολογίας, αφενός μπορεί να έχει ευρύτερο
1. J. B. Thomas, Judicial Ethics in Australia (Sydney, Law Book Company, 1988), σ. 7.2
Π ΕΤΡΟΣ Α ΛΙΚΑΚΟΣ
πεδίο εφαρμογής και αφετέρου μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία μιας κουλτούρας δικα-
στικής συμπεριφοράς, η οποία θα ενδυναμώνει τη δικαστική ανεξαρτησία και τη δημόσια
πίστη στο δικαστικό λειτούργημα.
Με αυτές τις σκέψεις ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών προχώρησε στη θέσπιση των
αρχών δικαστικής συμπεριφοράς (Principles of Judicial Conduct). Πρόκειται για ένα
κείμενο που αγγίζει ολόκληρο το φάσμα της λειτουργίας του δικαστικού σώματος, ξεκι-
νώντας από τη θεμελιώδη αρχή της ανεξαρτησίας και φθάνοντας μέχρι την ευπρέπεια
εντός και εκτός δικαστηρίου, αλλά και την ικανότητα και την επιμέλεια. Μπορούμε να
πούμε, χωρίς υπερβολή, ότι πρόκειται για τον οικουμενικό κώδικα δικαστικής δεοντο-
λογίας. Η οικουμενικότητά του αντλείται ακριβώς από το γεγονός ότι έχει υιοθετηθεί
από το οικουμενικό όργανο διαβούλευσης και ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, τον Ορ-
γανισμό Ηνωμένων Εθνών.
Ο Οργανισμός των Ηνωμένων Εθνών μάλιστα πρόσφατα κάλεσε τα κράτη μέλη να εν-
θαρρύνουν τα μέλη του δικαστικού σώματος να λαμβάνουν υπόψη τους τις αρχές αυτές 2 , οι
οποίες προς τιμή της πόλης, όπου θεσπίσθηκαν έλαβαν το όνομα Bangalore. Ο Οργανισμός
Ηνωμένων Εθνών έχει ενεργά υποστηρίξει τις αρχές Bangalore, οι οποίες αυτούσιες έχουν
υιοθετηθεί από την Αμερικανική Ένωση Δικηγορικών Συλλόγων (American Bar
Association) και τη Διεθνή Επιτροπή Νομικών (International Commission of Jurists), ενώ
και το Συμβούλιο της Ευρώπης, δια των αρμοδίων οργάνων του, τις έχει πλέον ασπασθεί.
Στο κείμενο που ακολουθεί θα παρουσιάσουμε για πρώτη φορά τις αρχές δικαστικής
συμπεριφοράς Bangalore στο νομικό κόσμο της χώρας μας. Παράλληλα θα προσπαθήσου-
με να τις αναλύσουμε και να τις εντάξουμε στην ελληνική νομική κουλτούρα.
ΙΙ. Η κατάρτιση των αρχών Bangalore – ιστορική αναδρομή
Τον Απρίλιο του 2000 το Κέντρο Καταπολέμησης του Διεθνούς Εγκλήματος των
Ηνωμένων Εθνών συγκάλεσε στη Βιέννη μια ομάδα Προέδρων Ανωτάτων Δικαστηρί-
ων, στο πλαίσιο του προγράμματος κατά της διαφθοράς. Στόχος της συναντήσεως ήταν
η αντιμετώπιση του προβλήματος της έλλειψης εμπιστοσύνης των πολιτών στο δικαστι-
κό σύστημα, λόγω της εντύπωσης που κατά καιρούς δημιουργείται ότι είναι διεφθαρμέ-
νο και μεροληπτικό.
Το πρόβλημα αυτό εμφανίζονταν (και εμφανίζεται) σε αρκετές χώρες και στοιχειο-
θετήθηκε από έρευνες της δημόσιας εικόνας της δικαιοσύνης μέσα από ερωτηματολόγια
προς τους πολίτες, αλλά και μέσα από επιτροπές που συστάθηκαν για το σκοπό αυτό
από διάφορες κυβερνήσεις. Προτάθηκαν αρκετές λύσεις. Τελικά προκρίθηκε η πρόταση
για την κατάρτιση αρχών δικαστικής συμπεριφοράς, προκειμένου να αναπτυχθεί η αντί-
ληψη της δικαστικής λογοδοσίας (judicial accountability) και με τον τρόπο αυτό να
βελτιωθεί το επίπεδο της δημόσιας πίστης στο δικαστικό σώμα και στο κράτος δικαίου.
Το σώμα που συγκροτήθηκε με σκοπό τη σύνταξη των αρχών δικαστικής δεοντολογί-
ας συγκροτήθηκε από εννέα χώρες, κυρίως της Αφρικής και της Ασίας, αποκλήθηκε «Ομά-
2. Πρόκειται για την απόφαση υπ’ αριθ. 2006/23 της 27 ης Ιουλίου 2006 του Κοινωνικού και Οικονομι-
κού Συμβουλίου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.Η οικουμενική διάσταση της δικαστικής δεοντολογίας. Οι αρχές Bangalore
3
δα Δικαστικής Ακεραιότητας» (Judicial Integrity Group). Στην αρχική συνεδρίαση προή-
δρευσε ένας από τους αντιπροέδρους του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, ενώ θέση πα-
ρατηρητή είχε ο αντιπρόεδρος της Διεθνούς Ένωσης Δικαστών (μέλος της οποίας είναι και
η δική μας Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων). Η πρώτη απόφαση που έλαβε η Ομάδα ή-
ταν αφενός να υπογραμμίσει ότι η αρχή της λογοδοσίας απαιτεί από το δικαστικό σώμα να
λάβει ενεργό ρόλο στην εδραίωση της δικαστικής ακεραιότητας και αφετέρου να αποδε-
χθεί ως επιτακτική ανάγκη τη θέσπιση αρχών δικαστικής συμπεριφοράς, οι οποίες θα είναι
παγκοσμίως εφαρμοστέες και θα μπορούν να τεθούν σε ισχύ σε εθνικό επίπεδο από το δι-
καστικό σώμα, χωρίς την παρέμβαση της εκτελεστικής ή της νομοθετικής λειτουργίας.
Κατά την κατάρτιση των αρχών λήφθηκαν υπόψη πάνω από 30 εθνικοί και τοπικοί
κώδικες δικαστικής δεοντολογίας, καθώς και κείμενα soft law. Τελικά στην πόλη
Bangalore το 2001 συγκλήθηκε εκ νέου η Ομάδα. Τότε καταρτίστηκε το τελικό σχέδιο
των αρχών. Στη σύσκεψη αυτή μετείχαν εκπρόσωποι των κρατών που αναφέρθηκαν, τα
οποία ακολουθούν κατά βάση το κοινοδίκαιο (common law). Ο προβληματισμός ήταν η
μετάγγιση των αρχών και σε χώρες, όπου επικρατεί το ηπειρωτικό δίκαιο (continental
law). Αυτό επιτεύχθηκε τον Ιούνιο του 2002, οπότε το Συμβουλευτικό Συμβούλιο των
Ευρωπαίων Δικαστών (Consultative Council of European Judges) 3 , μετά από τροπο-
ποιήσεις που πρότεινε, υιοθέτησε τις αρχές δικαστικής συμπεριφοράς Bangalore και για
τις χώρες του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Το κείμενο αναθεωρήθηκε το 2002 σε συνδιάσκεψη στη Χάγη, στην έδρα του Διεθνούς
Δικαστηρίου. Το 2003 συμπεριλήφθηκε στην αναφορά της 59 ης συνεδρίας της Επιτροπής
των Ηνωμένων Εθνών για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Η επιτροπή υπογράμμισε την αξία
των αρχών και στην απόφασή της 2003/43 κάλεσε τα κράτη μέλη να λάβουν υπόψη τους
τις αρχές κατά την κατάρτιση των εθνικών κωδίκων δικαστικής δεοντολογίας. Το 2006 με
την απόφασή του 2006/23 το Κοινωνικό και Οικονομικό Συμβούλιο των Ηνωμένων Εθνών
κάλεσε τα κράτη μέλη να υιοθετήσουν τις αρχές Bangalore, προκειμένου να θεσπίσουν κα-
νόνες δικαστικής δεοντολογίας.
ΙΙΙ. Το προοίμιο των αρχών Bangalore
Το προοίμιο των αρχών Bangalore περιλαμβάνει συνολικά εννέα περιόδους. Στις
περιόδους αυτές αναπτύσσονται τα θεμελιώδη κείμενα, καθώς και τα θεμελιώδη ιδεώδη
των αρχών, που αποτέλεσαν τη βάση για τη δημιουργία των αρχών δικαστικής δεοντο-
λογίας. Παράλληλα υπογραμμίζεται η σημασία θεσμοθέτησης αρχών δικαστικής δεο-
ντολογίας και η διάδοσή τους σε παγκόσμιο επίπεδο.
Στην πρώτη περίοδο αναφέρεται η Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δι-
καιωμάτων 4 , η οποία αναγνωρίζει το θεμελιώδες δικαίωμα της δίκαιης και δημόσιας δια-
3. Το Συμβούλιο αποτελεί όργανο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Σε αυτό συμμετέχουν όλες οι χώρες
του Συμβουλίου της Ευρώπης με εκπροσώπους τους από το δικαστικό σώμα. Εκδίδει γνώμες με σκοπό τη
βελτίωση της δικαστικής λειτουργίας και του κράτους δικαίου.
4. Η Παγκόσμια Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων υιοθετήθηκε από την απόφαση 217 A (III) της
Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών στις 10 Δεκεμβρίου 1948. Παρ’ όλο που δεν είναι νομικά δεσμευτικό
έγγραφο, έγινε η βάση για δύο νομικές συνθήκες, το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα
και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Πολιτιστικά Δικαιώματα.4
Π ΕΤΡΟΣ Α ΛΙΚΑΚΟΣ
δικασίας. Πρόκειται ουσιαστικά για το άρθρο 10 της Διακήρυξης: «καθένας έχει δικαίω-
μα, με πλήρη ισότητα, να εκδικάζεται η υπόθεσή του δίκαια και δημόσια, από δικαστήριο
ανεξάρτητο και αμερόληπτο, που θα αποφασίσει είτε για τα δικαιώματα και τις υποχρε-
ώσεις του είτε, σε περίπτωση ποινικής διαδικασίας, για το βάσιμο της κατηγορίας που
στρέφεται εναντίον του».
Η πρώτη περίοδος εξειδικεύεται περαιτέρω από τη δεύτερη περίοδο, η οποία αναφέ-
ρεται στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα 5 . Πρόκειται για το
άρθρο 14 παρ. 1 του Συμφώνου κατά το οποίο: «όλοι είναι ίσοι ενώπιον των δικαστηρί-
ων. Κάθε πρόσωπο έχει το δικαίωμα η υπόθεσή του να δικασθεί δίκαια και δημόσια από
αρμόδιο, ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, που έχει συσταθεί με νόμο, το οποίο
θα αποφασίσει για το βάσιμο κάθε κατηγορίας σχετικά με ποινικό αδίκημα, η οποία έχει
απαγγελθεί εναντίον του, καθώς και για αμφισβητήσεις δικαιωμάτων και υποχρεώσεων
αστικού χαρακτήρα.»
Ακολούθως, αναφορά γίνεται στις διεθνείς συνθήκες, οι οποίες διασφαλίζουν με πα-
ρόμοιο τρόπο, το προαναφερθέν δικαίωμα ακροάσεως από ένα δίκαιο, αμερόληπτο και
ανεξάρτητο δικαστήριο, εντός ευλόγου χρόνου 6 . Μετά από αυτή την επισήμανση μνη-
μονεύεται η σημασία της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Η ορθή απονομή της δικαι-
οσύνης εδράζεται στην ύπαρξη ενός ικανού, ανεξάρτητου και αμερόληπτου δικαστικού
σώματος. Εφόσον συγκεντρώνονται αυτά τα χαρακτηριστικά στο δικαστικό σώμα, προ-
στατεύονται και εφαρμόζονται αποτελεσματικότερα τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στη συνάφεια αυτή υπογραμμίζεται και η εναρμόνιση των δικαστηρίων με τις έννοιες
του κράτους δικαίου και της «συνταγματικότητας» (constitutionalism). Κράτος δικαίου
είναι, πρώτα από όλα, το κράτος στο οποίο υπάρχει δίκαιο. Με αυτή την έννοια συνδέεται
με την ύπαρξη Συντάγματος και άρα με το «συνταγματικό κράτος». Έπειτα στο κράτος
δικαίου ορίζεται εκ των προτέρων η διαδικασία της παραγωγής του δικαίου. Τέλος, στο
κράτος δικαίου εφαρμόζεται το δίκαιο που παράχθηκε με την παραπάνω διαδικασία.
Από όλα αυτά τα στοιχεία που οριοθετούν το κράτος δικαίου αντιλαμβανόμαστε
την στενή σχέση ανάμεσα σ’ αυτό και την έννοια της συνταγματικότητας. Η συνταγμα-
τικότητα είναι η τήρηση των διαδικασιών που τίθενται από το Σύνταγμα για τη θέσπιση
κανόνων δικαίου και η μη αντίθεση του περιεχομένου αυτών με το Σύνταγμα. Άρα και η
συνταγματικότητα, όπως ακριβώς το κράτος δικαίου, συνδέεται με το συνταγματικό
κράτος, τη διαδικασία παραγωγής και την εφαρμογή του δικαίου. Η έννοια της συνταγ-
ματικότητας δεν νοείται εκτός ενός κράτους δικαίου και ταυτόχρονα ενισχύει την έν-
νοια του κράτους δικαίου.
Στην επόμενη περίοδο γίνεται λόγος για τη δημόσια πίστη και την εμπιστοσύνη της
κοινωνίας στο δικαστικό σύστημα. Η δημόσια πίστη στο δικαστικό σύστημα αποτελεί πα-
5. Το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα υιοθετήθηκε ομόφωνα από τη Γενική
Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στις 16 Δεκεμβρίου 1966 και τέθηκε σε ισχύ στις 23 Μαρτίου 1976. Έχει
επικυρωθεί ήδη από 169 κράτη. Η Ελλάδα επικύρωσε το Σύμφωνο το 1997.
6. Πρόκειται για το γνωστό άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, το άρθρο 8 παρ. 1 της Αμερικάνικης Σύμβασης
Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τα άρθρα 7 παρ. 1 και 26 της Αφρικάνικης Χάρτας για τα δικαιώματα των
Ανθρώπων και των Λαών.Η οικουμενική διάσταση της δικαστικής δεοντολογίας. Οι αρχές Bangalore
5
ράγοντα με ιδιαίτερη σημασία σε μια σύγχρονη δημοκρατική κοινωνία. Η δημόσια πίστη
αυτή, όμως, δεν έχει ένα αφηρημένο αντικείμενο, αλλά κατά το προοίμιο των αρχών
Bangalore σχετίζεται με την ηθική αυθεντία και την ακεραιότητα του δικαστικού σώματος
(moral authority and integrity of the judiciary). Μια κοινωνία ανθρώπων εμπιστεύεται την
ευθυκρισία ενός ακέραιου και επιμελούς δικαστικού σώματος, ενώ αντίθετα αποστρέφεται
τις ετυμηγορίες ενός ανίκανου, αναποτελεσματικού και αήθους, κυρίως με την έννοια του
διεφθαρμένου, δικαστικού σώματος.
Προκειμένου, όμως, το δικαστικό σώμα να εμφυσήσει τη δημόσια πίστη σε αυτό,
οφείλει να τηρήσει κάποιες σταθερές συμπεριφοράς. Κατ’ αρχάς τα μέλη του δικαστικού
σώματος οφείλουν να σέβονται και να τιμούν το δικαστικό αξίωμα ως ένα δημόσιο κα-
ταπίστευμα (public trust). Περαιτέρω, οφείλουν να βελτιώνουν την εμπιστοσύνη της
κοινωνίας στο δικαστικό σύστημα με τη συμπεριφορά τους. Το κρίσιμο, όμως, είναι ότι
πέρα από την προσωπική προσπάθεια απαιτείται και η ύπαρξη συλλογικής ευθύνης
(collective responsibility).
Αυτό ακριβώς είναι το κεντρικό νόημα αυτής της περιόδου του προοιμίου. Ο/Η δι-
καστής, εκτός από το να θεωρεί ως καθήκον την ύπαρξη υψηλών προδιαγραφών στη
συμπεριφορά του/της, οφείλει να συμμετέχει στη συλλογική διατήρηση και βελτίωση
αυτών των προδιαγραφών. Είναι δεδομένο ότι ακόμη και ένα μεμονωμένο περιστατικό
δικαστικής αυθαιρεσίας ή έστω απρεπούς συμπεριφοράς, μπορεί να βλάψει ανεπανόρ-
θωτα την ηθική αυθεντία ολόκληρου του δικαστηρίου.
Το δικαστικό αξίωμα, το οποίο είναι ισόβιο και αποτελεί φορέα σημαντικής εξουσί-
ας, πρέπει να διαφυλάσσεται από τα πρόσωπα που το στοιχειοθετούν ως μια συλλογική
εικόνα, ως ένα συλλογικό μόρφωμα. Η διάβρωση ενός τμήματος του δικαστικού σώμα-
τος, ακόμη και μικρού, επιφέρει οδυνηρά αποτελέσματα στην εικόνα του συνόλου του
δικαστικού σώματος και καταλήγει να ενισχύει ισοπεδωτικούς απαξιωτικούς χαρακτη-
ρισμούς ως προς αυτό.
Η διαφύλαξη της συλλογικής εικόνας, αλλά και πέρα από την εικόνα της ουσίας των
υψηλών προδιαγραφών δικαστικής συμπεριφοράς, έγκειται στο δικαστικό σώμα κάθε κρά-
τους. Η θέσπιση κωδίκων δεοντολογίας αποτελεί την πρώτη κίνηση του δικαστικού σώμα-
τος, η οποία αποδεικνύει την προσήλωση του δικαστικού σώματος στην ύπαρξη υψηλών
προδιαγραφών συμπεριφοράς εντός και εκτός του δικαστηρίου.
Οι κώδικες δεοντολογίας θεσπίζονται από το ίδιο το δικαστικό σώμα. Έτσι, προα-
σπίζεται η δικαστική ανεξαρτησία και η διάκριση των λειτουργιών του κράτους. Σε πε-
ρίπτωση που το δικαστικό σώμα αποτύχει ή αγνοήσει την ανάληψη ευθύνης για τη δια-
σφάλιση των υψηλών προδιαγραφών συμπεριφοράς από τα μέλη του, τότε ενυπάρχει ο
κίνδυνος η κοινή γνώμη να ωθήσει τις άλλες δύο λειτουργίες του κράτους (την εκτελε-
στική και τη νομοθετική) να επέμβουν ρυθμιστικά. Στην περίπτωση αυτή καταλύεται
αυτοδίκαια η δικαστική ανεξαρτησία.
Στο τέλος του προοιμίου αναφέρεται το κείμενο των Βασικών Αρχών των Ηνωμέ-
νων Εθνών σχετικά με την Ανεξαρτησία του Δικαστικού Σώματος (United Nations Basic
Principles on the Independence of the Judiciary). Πρόκειται για κείμενο αρχών που υιο-
θετήθηκαν κατά το 7 ο συνέδριο των Η.Ε. για την πρόληψη της εγκληματικότητας και τη6
Π ΕΤΡΟΣ Α ΛΙΚΑΚΟΣ
μεταχείριση των εγκληματιών το Σεπτέμβριο του 1985 στο Μιλάνο. Η Γενική Συνέλευ-
ση του Ο.Η.Ε. στην απόφαση 40/46 της 13 ης Δεκεμβρίου 1985 κάλεσε τις κυβερνήσεις να
σεβαστούν τις αρχές αυτές και να τις λάβουν υπόψη τους κατά τη θέσπιση της εγχώριας
νομοθεσίας. Συνοπτικά οι αρχές αυτές είναι: η θεσμική και προσωπική ανεξαρτησία του
δικαστικού σώματος και των μελών του, η ελευθερία της έκφρασης και του δικαιώματος
της συσσωμάτωσης των δικαστικών λειτουργών, η επιλογή τους μετά από σχετική εκ-
παίδευση από πρόσωπα ακέραια και ικανά χωρίς διακρίσεις, η διασφάλιση της οικονομι-
κής και υπηρεσιακής τους σταθερότητας και η υπηρεσιακή εξέλιξη με αντικειμενικά κρι-
τήρια που βασίζονται στην ικανότητα, την ακεραιότητα και την εμπειρία, η ανάθεση
των υποθέσεων με κριτήριο τη δικαστική διοίκηση, η διαφύλαξη του επαγγελματικού
απορρήτου και της ασυλίας των δικαστικών λειτουργών, η πρόβλεψη πειθαρχικού δι-
καίου, η αναστολή του δικαστικού λειτουργήματος και η απομάκρυνση από αυτό, μόνο
για λόγους ανικανότητας ή συμπεριφοράς που καθιστούν τον/την δικαστή ασύμβα-
το/ασύμβατη με την εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων.
Στη συνέχεια θα παρουσιάσουμε τις αρχές της δικαστικής δεοντολογίας Bangalore.
Βασίζονται σε έξι θεμελιώδεις και παγκόσμιες αξίες: την ανεξαρτησία, την αμεροληψία,
την ακεραιότητα, την ευπρέπεια, την ισότητα και την ικανότητα και επιμέλεια. Η θέσπι-
σή τους υπηρετεί δύο κατευθύνσεις: πρώτον την καθοδήγηση των δικαστικών λειτουρ-
γών κατά τη δραστηριότητά τους και τη ρύθμιση της δικαστικής τους συμπεριφοράς και
δεύτερον την υποβοήθηση των μελών της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας,
αλλά και των δικηγόρων και γενικά του κοινού, στην καλύτερη κατανόηση και υποστή-
ριξη του δικαστικού σώματος.
ΙV. Ανεξαρτησία
Πρωταρχικό ζητούμενο και αξίωμα των αρχών Bangalore αποτελεί η ανεξαρτησία.
Σύμφωνα με το κείμενο των αρχών η δικαστική ανεξαρτησία αποτελεί προϋπόθεση του
κράτους δικαίου και θεμελιώδη εγγύηση της δίκαιης δίκης. Ο/Η δικαστής, πάντοτε σύμ-
φωνα με το κείμενο, οφείλει να διατηρεί και να εφαρμόζει τη δικαστική ανεξαρτησία υπό
τη διττή λειτουργία της: την προσωπική και τη θεσμική.
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ 7 , προκειμένου να θεσπισθεί η ανεξαρτησία του
δικαστικού σώματος από τις υπόλοιπες λειτουργίες του κράτους (εκτελεστική και νομο-
θετική) πρέπει να υφίστανται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: αξιοκρατία κατά την πρόσ-
ληψη νέων μελών, ασφάλεια ως προς τη διάρκεια της θητείας, ανεξαρτησία ως προς
τους όρους λειτουργίας (πρωτίστως οικονομική ασφάλεια και θεσμική ανεξαρτησία),
διασφάλιση από εξωγενείς επιδράσεις, επιβεβαίωση της εικόνας του δικαστηρίου με
μαρτυρία ανεξαρτησίας.
Ο πυρήνας της δικαστικής ανεξαρτησίας είναι η απόλυτη ελευθερία του/της δικαστή
να αποφασίζει επί υποθέσεως με βάση το νόμο και τη συνείδησή του/της, χωρίς να επη-
ρεάζεται από κανένα εξωγενή παράγοντα. Με την έννοια εξωγενής παράγοντας πρέπει
να εννοηθεί ο επηρεασμός του/της δικαστή από την κοινή γνώμη, ο φόβος της δημόσιας
7. Langborge v Sweden, (1989), 12 EHRR, σ. 416.Η οικουμενική διάσταση της δικαστικής δεοντολογίας. Οι αρχές Bangalore
7
κριτικής 8 , αλλά και φυσικά η πολιτική ή ενδο-υπηρεσιακή παρέμβαση, ο τύπος, η οικο-
γένεια 9 , οι φιλικοί κύκλοι κ.λ.π.
Σύμφωνα με τα παραπάνω το κείμενο των δικαστικών αρχών αναφέρει ότι ο/η δικα-
στής πρέπει να είναι ανεξάρτητος/ανεξάρτητη τόσο σε σχέση με την κοινωνία, όσο και
σε σχέση με τα μέρη, τη διαφορά των οποίων πρέπει να εκδικάσει και τα οποία μπορεί να
ανήκουν σε κάποια συγκεκριμένη ομάδα. Το πρώτο δεν σημαίνει ότι θα εγκλειστεί σε
απομονωμένο μέρος και θα αφιερωθεί στο δικαστικό λειτούργημα. Αν και οφείλει να
διάγει βίο πιο περιορισμένο από τους υπόλοιπους, εντούτοις δεν πρέπει να αναμένεται
να αποσυρθεί από το δημόσιο βίο ολοκληρωτικά σε μια ιδιωτική ζωή, αποτελούμενη
μόνο από την οικογένεια και τους φίλους. Η απόλυτη απομόνωση του/της δικαστή από
την κοινωνία ούτε εφικτή είναι, αλλά ούτε και ωφέλιμη. Η επαφή με την κοινωνία τελικά
είναι απαραίτητη για το δικαστικό λειτούργημα.
Ο/Η δικαστής, όμως, οφείλει να τηρεί ένα σταθερό modus operandi στις κοινωνικές
σχέσεις. Σε ένα πλαίσιο κοινωνικής λειτουργίας, όπου είναι αποδεκτή η προσέγγιση του
δικαστή, έχουν υποστηριχθεί κάποιοι κανόνες 10 : 1. ο/η δικαστής δεν αποδέχεται πάντοτε
αίτημα για ιδιωτική συνάντηση, 2. μπορεί να ζητήσει το λόγο της συναντήσεως, 3. ο/η
δικαστής θα κρίνει αν πρέπει η συνάντηση να περιλάβει μέλη της κατηγορούσας αρχής ή
της υπεράσπισης, για παράδειγμα αντιπροσώπους ομάδας μητέρων κατά της οδήγησης
σε κατάσταση μέθης, 4. Το αίτημα για συνάντηση καλό είναι να τίθεται γραπτώς, προ-
κειμένου να αποφευχθούν παρεξηγήσεις, 5. πρέπει να υπάρχει απόλυτη απαγόρευση για
επαφή κατ’ ιδίαν σε σχέση με συγκεκριμένη υπόθεση, 6. ο/η δικαστής θα κρίνει αν πρέ-
πει να παρευρίσκεται πρακτικογράφος κατά τη συνάντηση.
Στην τρίτη υπο-περίοδο σχετικά με τη δικαστική ανεξαρτησία οι αρχές δικαστικής
δεοντολογίας υποστηρίζουν ότι ο/η δικαστής οφείλει να είναι ελεύθερος/ελεύθερη από
μη αποδεκτές διασυνδέσεις και επιρροές από την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία
και να διατηρεί ακόμη και την εικόνα αυτής της απομάκρυνσης. Για παράδειγμα δεν εί-
ναι ορθό να αποδέχεται διορισμό σε υψηλή θέση στην εκτελεστική ή νομοθετική λει-
τουργία και στη συνέχεια να επιστρέφει στα δικαστικά καθήκοντα. Η παραίτηση, όμως,
από το δικαστικό αξίωμα και η ανάληψη τέτοιων καθηκόντων, γίνεται δεκτό 11 ότι απο-
τελεί μια ξεκάθαρη γραμμή για τον ίδιο τον/την δικαστή αλλά και τη δημόσια πίστη.
Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ανεξαρτησία από τα υπόλοιπα μέλη του δικαστικού σώμα-
τος, και ιδίως τα ιεραρχικά ανώτερα. Κατά τις αρχές Bangalore ο/η δικαστής οφείλει να
είναι ελεύθερος/ελεύθερη από ενδο-υπηρεσιακές επιδράσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι απο-
8. Η κριτική των ενεργειών του/της δικαστή είναι καλοδεχούμενη, ιδίως όταν είναι τεκμηριωμένη και
καλοπροαίρετη, αλλά ο νόμος πρέπει να θέτει σαφή όρια μεταξύ αυτής της κριτικής και της προσπάθειας
εκφοβισμού.
9. Με τον όρο οικογένεια οι αρχές Bangalore ερμηνεύουν αυθεντικά: τον/την σύζυγο του/της δικαστή, τα
τέκνα, τους γαμπρούς και τις νύφες του/της, καθώς και οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο που διαμένει στην ίδια
οικία με τον/την δικαστή. Ενώ με τον όρο «σύζυγος» νοείται οποιοδήποτε πρόσωπο διαμένει με τον/την δικα-
στή ή άλλο πρόσωπο οποιουδήποτε φύλου, το οποίο έχει προσωπική σχέση με τον/την δικαστή.
10. Πρόκειται για έξι συγκεκριμένες αρχές που έχει διατυπώσει το Ανώτατο Δικαστήριο του Wisconsin
των ΗΠΑ κατά το έτος 1998.
11. Έτσι Massachusetts Committee on Judicial Ethics, Opinion no. 2000-15.8
Π ΕΤΡΟΣ Α ΛΙΚΑΚΟΣ
κλείεται να αποτανθεί σε κάποιον/κάποια ιεραρχικά ανώτερο/ανώτερη ή και ισόβαθ-
μο/ισόβαθμη για κάποια συμβουλή ή γνώμη σε συγκεκριμένη υπόθεση. Σημαίνει, όμως, ότι
δεν θα επιτρέψει να επηρεάσουν την τελική κρίση προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση με
σκοπό τη φαλκίδευση της δικαστικής κρίσεως.
Η δικαστική ανεξαρτησία αποτελεί κατά τις αρχές δικαστικής δεοντολογίας ένα
ιδιαίτερα σημαντικό παράγοντα της δικαστικής λειτουργίας. Το ανεξάρτητο από αθέμι-
τες επιδράσεις δικαστικό σώμα, δημιουργεί τη δημόσια πίστη ότι οι αποφάσεις του είναι
δίκαιες και αμερόληπτες. Από την άλλη η κοινωνία οφείλει να διαφυλάσσει και να βελ-
τιώνει τη δικαστική ανεξαρτησία, ως τον πιο θεμελιώδη παράγοντα λειτουργίας του δι-
καστικού σώματος και τελικά της ίδιας της δικαιοσύνης.
V. Αμεροληψία
Η αμεροληψία είναι επίσης ένας θεμελιώδης παράγοντας της απονομής της δικαιοσύ-
νης. Δεν αφορά μόνο στη δικαστική απόφαση επί μιας συγκεκριμένης υποθέσεως, αλλά
επίσης και στη διαδικασία που προηγείται της λήψεως της δικαστικής αποφάσεως. Σαφώς η
δικαστική ανεξαρτησία είναι η βάση της αμεροληψίας. Η αντίληψη της αμεροληψίας με-
τράται από έναν τρίτο προς μια υπόθεση αντικειμενικό παρατηρητή. Ο/Η μεροληπτι-
κός/μεροληπτική δικαστής φαίνεται από τη συμπεριφορά του/της στην έδρα ή ακόμη και
από τις διασυνδέσεις του/της και τις δραστηριότητές του/της εκτός του δικαστηρίου.
Σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ 12 υφίστανται δύο πλευρές του αιτήματος της
αμεροληψίας. Πρώτον η υποκειμενική αμεροληψία, με την έννοια της έλλειψης προσωπικής
προκατάληψης απέναντι στο ζήτημα που εκδικάζεται και δεύτερον η αντικειμενική αμερο-
ληψία, με την έννοια της εκτίμησης της αμεροληψίας από έναν τρίτο εξωτερικό κριτή. Πε-
ραιτέρω το ΕΔΔΑ δέχεται ότι ο/η δικαστής που έχει κάποιο λόγο να μην είναι αμερόλη-
πτος/-η ως προς συγκεκριμένη υπόθεση, θα πρέπει να αποσύρεται από την εκδίκασή της 13 .
Ο/Η δικαστής θα πρέπει να εκτελεί τα δικαστικά καθήκοντά του/της χωρίς προκα-
τάληψη ή εύνοια. Ο/Η δικαστής που ενεργεί με προκαταλήψεις ή εμφορούμενος/-η από
ευνοιοκρατία διαβρώνει τη δημόσια πίστη στο δικαστικό σώμα. Η κρίση σχετικά με τη
μεροληψία του/της δικαστή είναι αποτέλεσμα τρίτου αντικειμενικού παρατηρητή. Η
προδιάθεση του/της δικαστή υπέρ μιας πλευράς ή υπέρ ενός αποτελέσματος στη δίκη
αποτελεί μεροληπτική συμπεριφορά. Τέτοια συμπεριφορά δεν συνιστά βέβαια η τήρηση
των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Ο/Η δικαστής έχει ορισμένη γενική άποψη για το δίκαιο και την κοινωνία. Αυτό δεν
τον/την αποτρέπει από το να δικάσει. Οφείλει όμως να τηρεί μια άψογη ισορροπία στη δια-
δικασία ως προς τα διάδικα μέρη και να μην δίδει την εντύπωση ότι μεροληπτεί. Εφιστάται
η προσοχή στη χρήση υποτιμητικών όρων, αρνητικών στερεοτύπων που αφορούν στο φύ-
λο, τη φυλή, το πολιτισμικό υπόβαθρο, καθώς και απειλητικών ή υβριστικών φράσεων.
Ακόμη και εκφράσεις του προσώπου μπορεί να απεικονίσουν προκατάληψη. Ο/Η δικαστής
πρέπει να παραμένει δικαστής, να μην γίνεται συνήγορος ή κατήγορος ή μάρτυρας.
12. Gregory v. United Kingdom, (1997), 25, EHRR, σ. 577.
13. Έτσι, Castillo Algar v. Spain, (1998), 30, EHRR, σ. 827.Η οικουμενική διάσταση της δικαστικής δεοντολογίας. Οι αρχές Bangalore
9
Οι κατ’ ιδίαν συναντήσεις με τα διάδικα μέρη πρέπει να αποφεύγονται. Όποτε κάτι
τέτοιο δεν μπορεί να αποφευχθεί η άλλη πλευρά πρέπει να πληροφορείται πλήρως για
τα διαμειφθέντα. Στην κατεύθυνση αυτή θα βοηθούσε και η πρόσληψη πρακτικογράφου
για τη συνάντηση, όπου κάτι τέτοιο είναι εφικτό.
Κρίσιμο μέγεθος ως προς τη δικαστική αμεροληψία είναι η λεγόμενη «σύγκρουση συμ-
φερόντων». Ο/Η δικαστής κατά τις αρχές Bangalore οφείλει να μειώνει στο ελάχιστο τις
περιπτώσεις που θα οδηγούσαν σε εξαίρεση ή αποχή από την εκδίκαση υποθέσεων. Οφείλει
με άλλα λόγια να οργανώνει τον βίο του/της με βάση αυτή την κατευθυντήρια οδηγία.
Σύγκρουση συμφερόντων μπορεί να υπάρξει σε κοινωνικό, οικογενειακό ή οικονο-
μικό επίπεδο. Ακόμη και η ενασχόληση του/της συζύγου με την πολιτική μπορεί να οδη-
γήσει σε σύγκρουση συμφερόντων. Στην περίπτωση αυτή η συμπεριφορά και ο τρόπος
υποστήριξης στον/στην σύζυγο πρέπει να γίνονται με πολλή διάκριση.
Άλλος σημαντικός παράγοντας είναι η σχέση του/της δικαστή με τα μέσα μαζικής
ενημέρωσης. Στον ρόλο των μέσων μαζικής ενημέρωσης ανάγεται η συλλογή πληροφο-
ριών σε σχέση με τη δικαιοσύνη και τις ετυμηγορίες της. Σε περίπτωση κριτικής μιας
δικαστικής αποφάσεως από τον τύπο, ο/η δικαστής δεν πρέπει να απαντήσει. Ο/Η δικα-
στής μιλάει μόνο μέσα από την αιτιολογία των κρίσεών του, κατά την εκδίκαση των υ-
ποθέσεων. Σε περίπτωση, όμως, λανθασμένης πληροφορίας από τα μέσα, τότε ο αρμό-
διος από το δικαστικό σώμα οφείλει να εκδώσει δελτίο τύπου ή να λάβει τα απαραίτητα
μέτρα, ώστε να διορθωθεί κατάλληλα η πληροφορία.
Παραπέρα, ο/η δικαστής οφείλει να απέχει από κάθε δίκη, κατά την οποία αισθάνε-
ται ότι δεν μπορεί να δικάσει με αμεροληψία ή ένας αντικειμενικός κριτής θα έβλεπε
δικαιολογημένα ότι ο/η δικαστής δεν μπορεί να είναι αμερόληπτος/-η 14 . Πρόκειται για
το αξίωμα ότι «ουδείς δύναται να δικάσει υπόθεση που τον αφορά». Αυτό ισχύει ακόμη
και αν τα διάδικα μέρη συναινούν στην εκδίκαση της υπόθεσης από τον/την δικαστή.
Περιπτώσεις, όπου δικαιολογείται αποχή ή εξαίρεση του/της δικαστή προβλέπονται
στο νόμο, είτε στην πολιτική δίκη (άρθρ. 52 ΚΠολΔ), είτε στην ποινική δίκη (άρθρ. 14,
15 ΚΠΔ). Ακόμη και ο Οργανισμός Δικαστηρίων στο άρθρο 91 περ. ζ προβλέπει ότι συ-
νιστά πειθαρχικό παράπτωμα η αποσιώπηση νόμιμου λόγου αποκλεισμού ή εξαίρεσης.
Η τήρηση της αρχής αυτής δεν πρέπει βέβαια να γίνεται καταχρηστικά, διότι και πάλι
τίθεται σε αμφιβολία η δυνατότητα αμεροληψίας του δικαστικού σώματος κατά την εκ-
δίκαση υποθέσεων από αυτό.
VI. Ακεραιότητα
Η ακεραιότητα αποτελεί απαραίτητο προσόν του φορέα του δικαστικού αξιώματος.
H ακεραιότητα είναι το χαρακτηριστικό της ευθύτητας και της δικαιοσύνης. Τα συστα-
τικά στοιχεία της είναι η τιμιότητα και το δικαστικό ήθος. Ο/Η δικαστής ενεργεί πάντο-
τε ελεύθερος από κάθε τι που τον/την ωθεί σε εξαπάτηση και πλαστογράφηση. Είναι
καλός/καλή και ενάρετος/ενάρετη στη συμπεριφορά και στο χαρακτήρα.
14. Στο αρχικό σχέδιο γινόταν αναφορά σε «λογικό, μέσο και πληροφορημένο πρόσωπο… το οποίο θα
μπορούσε να πιστέψει ότι ο/η δικαστής είναι ανίκανος να αποφασίσει με αμεροληψία» (reasonable, fair-
minded and informed person who might believe…).10
Π ΕΤΡΟΣ Α ΛΙΚΑΚΟΣ
Στη δεύτερη περίοδο οι αρχές δικαστικής δεοντολογίας αναφέρουν κάτι μοναδικό.
Ο/Η δικαστής οφείλει να διασφαλίζει ότι η συμπεριφορά του/της δεν μπορεί να κατα-
στεί αξιόμεμπτη στα μάτια ενός λογικού παρατηρητή. Αυτή ακριβώς η φράση θέτει τις
υψηλές προδιαγραφές στην ιδιωτική και δημόσια ζωή του/της δικαστή. Με την έννοια
αυτή θα πρέπει να διαφυλάσσονται οι παγκόσμια αποδεκτές κοινωνικές προδιαγραφές 15 .
Το ζητούμενο δεν είναι αν μια συμπεριφορά είναι ηθική ή ανήθικη με βάση θρησκευ-
τικές πεποιθήσεις ή ηθικά διδάγματα, ή ακόμη αν είναι αποδεκτή η όχι σε μια κοινωνία.
Το ζητούμενο είναι πως η συμπεριφορά αυτή αντανακλά στη βασική ικανότητα του/της
δικαστή να φέρνει σε πέρας τα δικαστικά καθήκοντα και αν αυτή η συμπεριφορά δια-
βρώνει τη δημόσια πίστη στη δικαστική του/της ικανότητα.
Η συνάδουσα με τη δικαστική ιδιότητα συμπεριφορά εξετάζεται κάτω από έξι παρά-
γοντες 16 :
1. Αποτελεί δημόσια ή ιδιωτική συμπεριφορά και έρχεται σε αντίθεση με το νόμο;
2. Σε ποιο εύρος η συμπεριφορά προστατεύεται ως ατομικό δικαίωμα;
3. Κατά πόσο ο/η δικαστής επέδειξε σύνεση και διακριτικότητα;
4. Η συμπεριφορά ήταν επιβλαβής σε αυτούς που σχετίζονται άμεσα με αυτή ή ήταν
δικαιολογημένα επιθετική σε άλλους;
5. Σε ποιο βαθμό δείχνει σεβασμό ή ασέβεια προς πρόσωπα είτε μεμονωμένα είτε ως
μέλη του κοινωνικού συνόλου;
6. Σε ποιο βαθμό η συμπεριφορά καταδεικνύει μισαλλοδοξία ή προκατάληψη ή μη απο-
δεκτό επηρεασμό;
Σε κάθε περίπτωση η δικαστική ακεραιότητα ισχυροποιείται όταν ο/η δικαστής δεν
εφαρμόζει νόμους που είναι αντίθετοι στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και στην
ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Έτσι, θα θεωρηθεί ακέραιος ο/η δικαστής που λειτουργεί σε
καθεστώς τύπου «apartheid» και παρ’ όλα αυτά δεν εφάρμοσε κάποιο ρατσιστικό νόμο.
Η συμπεριφορά του/της δικαστή οφείλει να επιβεβαιώνει την πίστη του κόσμου
στην ακεραιότητα όλου του δικαστικού σώματος. Καλός/καλή δικαστής δεν νοείται, αν
δεν είναι και καλός/καλή ως ανθρώπινη οντότητα. Ο/Η δικαστής οφείλει να ενσαρκώνει
τα ιδεώδη της δικαιοσύνης και της αλήθειας, στα οποία δομείται το κράτος δικαίου και
τα θεμέλια της δημοκρατίας. Το κοινό απαιτεί έναν/μία ηθικά ακέραιο/ακέραιη δικαστή.
Και συνεχίζουν οι αρχές Bangalore «η δικαιοσύνη δεν πρέπει μόνο να απονέμεται,
αλλά πρέπει επίσης να φαίνεται ότι απονέμεται». Ο/Η δικαστής δεν πρέπει μόνο να είναι
τίμιος/τίμια, αλλά να φαίνεται και τίμιος. Όσο σημαντικό είναι ο/η δικαστής να κατέχει
το δίκαιο, άλλο τόσο σημαντικό είναι να ενεργεί και να συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο,
ώστε τα διάδικα μέρη να είναι σίγουρα για την αμεροληψία του/της.
VII. Ευπρέπεια
Η ευπρέπεια είναι θεμελιώδης για τη διενέργεια όλων των δραστηριοτήτων του/της
δικαστή, υποστηρίζουν οι αρχές δικαστικής δεοντολογίας. Η δημόσια γνώμη αναμένει
15. Πιστεύουμε ότι υφίσταται ένα consensus συμπεριφοράς σε ευρύτερες ομάδες κρατών. Π.χ. υπάρχει
μια τέτοια συναίνεση σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Το ευρωπαϊκό επίπεδο, όμως, διαφέρει π.χ. από το ασιατικό.
16. J. M. Shaman, S. Lubet, J. J. Alfini, Judicial Conduct and Ethics, 3 rd edition, 2000.Η οικουμενική διάσταση της δικαστικής δεοντολογίας. Οι αρχές Bangalore
11
υψηλές προδιαγραφές συμπεριφοράς από τον/την δικαστή. Το δοκιμαστικό τεστ της
απρεπούς συμπεριφοράς είναι αν αυτή η συμπεριφορά συνάδει με την ικανότητα
του/της δικαστή να εκτελεί τα δικαστικά του/της καθήκοντα με ακεραιότητα, αμερολη-
ψία, ανεξαρτησία και αποτελεσματικότητα.
Ως υποκείμενο διαρκούς δημόσιας εξέτασης, ο/η δικαστής οφείλει να αποδέχεται
προσωπικούς περιορισμούς, οι οποίοι μπορεί να φαίνονται φορτικοί σε άλλους πολίτες
και οφείλει να τους αποδέχεται ελεύθερα και εκούσια. Ειδικότερα, ο/η δικαστής οφείλει
να συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο που να είναι συμβατός με την αξιοπρέπεια του δικα-
στικού λειτουργήματος.
Οι αρχές της δικαστικής δεοντολογίας Bangalore αφιερώνουν στο τμήμα της ευπρέ-
πειας έναν αρκετά λεπτομερή κατάλογο συμπεριφοράς από την πλευρά του/της δικα-
στή. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι ο κατάλογος είναι σχεδόν εξαντλητικός:
1. ο/η δικαστής θα πρέπει να είναι προσεκτικός/-ή στις σχέσεις με μέλη του δικηγορικού
επαγγέλματος, τα οποία συχνά ασκούν το λειτούργημά τους στο δικαστήριο του/της
και να αποφεύγει καταστάσεις που θα οδηγούσαν στην έγερση υποψιών ευνοιοκρα-
τίας ή μεροληψίας.
2. δεν θα πρέπει να συμμετέχει σε υπόθεση, στην οποία κάποιο μέλος της οικογένειάς
του/της εκπροσωπεί ένα διάδικο μέρος ή σχετίζεται με κάποιο τρόπο με την υπόθεση.
3. ο/η δικαστής δεν θα πρέπει να επιτρέπει στην κατοικία του/της να δέχεται ο/η σύζυγος
που είναι δικηγόρος πελάτες του/της ή άλλα μέλη του δικηγορικού επαγγέλματος
4. ο/η δικαστής, όπως κάθε μέλος της κοινωνίας, είναι φορέας του δικαιώματος της ελευ-
θερίας του λόγου, της διαμόρφωσης πεποιθήσεως και της συσσωματώσεως, εντούτοις
θα πρέπει να τα ενασκεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να τηρείται η αξιοπρέπεια του δικαστι-
κού αξιώματος και η ανεξαρτησία και αμεροληψία του δικαστικού σώματος.
5. ο/η δικαστής οφείλει να ενημερώνει σχετικά τα προσωπικά του/της και τα οικονομικά
του/της συμφέροντα και πρέπει να προβαίνει σε λογικές προσπάθειες αναζήτησης
των συμφερόντων της οικογένειάς του/της.
6. ο/η δικαστής οφείλει να αποτρέπει μέλη της οικογένειάς του/της και πρόσωπα του
κοινωνικού περιβάλλοντός του/της, από το να επηρεάζουν μη αποδεκτά τη δικαστική
του/της συμπεριφορά και τις δικαστικές κρίσεις.
7. ο/η δικαστής οφείλει να μην χρησιμοποιεί το δικαστικό αξίωμα, ώστε να αναβαθμίζει τα
ιδιωτικά του/της συμφέροντα ή κάποιου μέλους της οικογένειάς του/της ή οποιουδήπο-
τε άλλου, ούτε πρέπει να δίνει την εντύπωση ή να επιτρέπει άλλους να δίνουν την εντύ-
πωση, ότι μπορεί να επηρεαστεί κατά την ενάσκηση των δικαστικών του/της καθηκό-
ντων.
8. οποιαδήποτε πληροφορία λάβει ο/η δικαστής στο πλαίσιο των δικαστικών καθηκό-
ντων θα πρέπει να μην διαδίδεται παρά μόνο για σκοπούς της δικαιοσύνης.
9. Είναι επιτρεπτό από τον/την δικαστή:
ι. να συγγράφει, να παραδίδει μαθήματα ή διαλέξεις σχετικά με το δίκαιο, το νομικό
σύστημα, τη διοίκηση της δικαιοσύνης ή για συναφή ζητήματα
ιι. να εμφανίζεται σε δημόσια ακρόαση ενώπιον επίσημου οργάνου σχετικά με το
δίκαιο, το νομικό σύστημα, τη διοίκηση της δικαιοσύνης ή συναφή ζητήματα12
10.
11.
12.
13.
14.
Π ΕΤΡΟΣ Α ΛΙΚΑΚΟΣ
ιιι. να μετέχει ως μέλος ενός επισήμου οργάνου, ή άλλης κυβερνητικής επιτροπής ή
οποιασδήποτε επιτροπής ή συμβουλευτικού σώματος, εφόσον τέτοια συμμετοχή
δεν είναι ασύμβατη με την αμεροληψία και την πολιτική ουδετερότητα του/της
δικαστή
ιιιι. να προβαίνει σε άλλες δραστηριότητες, εφόσον αυτές δεν αποσπούν από την α-
ξιοπρέπεια του δικαστικού λειτουργήματος ή δεν παρεμβαίνουν με άλλο τρόπο
στην εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων
ο/η δικαστής δεν μπορεί να ασκεί δικηγορικό επάγγελμα ή επάγγελμα νομικού συμ-
βούλου όσο είναι δικαστής.
ο/η δικαστής μπορεί να δημιουργεί ή να εντάσσεται σε ενώσεις δικαστών ή να μετέ-
χει σε άλλους οργανισμούς που εκπροσωπούν τα συμφέροντα των δικαστών.
ο/η δικαστής, αλλά ούτε και κάποιο μέλος της οικογένειάς του, δεν πρέπει να ζητά ή
να αποδέχεται οποιοδήποτε δώρο, δάνειο ή χάρη σε σχέση με κάτι που έκανε ή πρό-
κειται να κάνει ή να παραλείψει σε σχέση με τα δικαστικά του καθήκοντα.
ο/η δικαστής δεν πρέπει ενσυνείδητα να επιτρέπει μέλος της ομάδας του ή άλ-
λον/άλλην που λειτουργεί υπό την επίβλεψή του/της να ζητά ή να αποδέχεται
οποιοδήποτε δώρο, δάνειο ή χάρη σε σχέση με κάτι που έκανε ή πρόκειται να κάνει
ή να παραλείψει σε σχέση με τα δικαστικά του/της καθήκοντα.
Με την επιφύλαξη του νόμου και για λόγους δημόσιας αβροφροσύνης ή εθίμου, ο/η
δικαστής μπορεί να λάβει ένα συμβολικό δώρο ή βραβείο, εφόσον αυτό το συμβολι-
κό δώρο ή το βραβείο δεν θα μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ότι έχει σκοπό τον επη-
ρεασμό του/της κατά την άσκηση των δικαστικών καθηκόντων ή με άλλο τρόπο να
οδηγήσει σε μια υπόνοια μεροληψίας.
VIII. Ισότητα
Οι αρχές δικαστικής δεοντολογίας Bangalore συνεχίζουν με την πέμπτη θεμελιώδη
αξία, αυτή της ισότητας. Θεμελιώδης για την ορθή λειτουργία του δικαστικού αξιώμα-
τος είναι η διαφύλαξη της ίσης μεταχείρισης όλων ενώπιον του δικαστηρίου. Σύμφωνα
με το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (άρθρ. 14 παρ. 1) όλα
τα πρόσωπα είναι ίσα ενώπιον του δικαστηρίου.
Προκειμένου να διαφυλαχθεί η ισότητα ο/η δικαστής θα πρέπει να αποφεύγει τη χρήση
στερεότυπων φράσεων, που δημιουργούν αίσθηση ανισότητας ή άνισης μεταχείρισης. Ι-
διαίτερα σημαντική είναι η αποφυγή φράσεων που ενέχουν διάκριση με βάση το φύλο, τη
φυλή, τη θρησκεία, το χρώμα, τη φυλετική καταγωγή, την ανικανότητα, την ηλικία, τον
σεξουαλικό προσανατολισμό, την προσωπική κατάσταση, την οικονομική ή κοινωνική θέ-
ση. Ο/Η δικαστής οφείλει όχι μόνο να αναγνωρίζει και να είναι εξοικειωμένος/-η με το γε-
γονός της διαφορετικότητας στην κοινωνία, αλλά να είναι απελευθερωμένος/-η από
οποιαδήποτε προκατειλημμένη συμπεριφορά ως προς αυτή τη διαφορετικότητα.
Κατά την εκφορά σχολίων από έδρας απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή στη διαφορετι-
κότητα των ανθρώπων και σεβασμός στη διαφορετικότητά τους. Οι άνθρωποι εντός του
δικαστηρίου, είτε είναι δικηγόροι, είτε διάδικοι, είτε μάρτυρες πρέπει να απολαμβάνουν
ίσης μεταχείρισης και μάλιστα ίσης αξιοπρεπούς μεταχείρισης. Την ίδια προσοχή επι-Η οικουμενική διάσταση της δικαστικής δεοντολογίας. Οι αρχές Bangalore
13
βάλλεται ο/η δικαστής να εφιστά και στους δικαστικούς υπαλλήλους, αλλά και στους
δικηγόρους, κατά την εκφορά των ερωτήσεών τους ή τις αγορεύσεις τους.
Αποτελεί θεμελιώδες καθήκον του/της δικαστή να διατηρεί μια ισορροπία ανάμεσα στα
διάδικα μέρη και να διασφαλίζει ότι θα απολαύσουν με ισότητα το δικαίωμα ακροάσεως.
Στην κατεύθυνση αυτή δεν υπάρχουν καθόλου περιθώρια για διακριτική συμπεριφορά ή
συμπεριφορά μισαλλόδοξη και τέτοιες συμπεριφορές πρέπει απολύτως να αποφεύγονται.
ΙΧ. Ικανότητα και επιμέλεια
Σύμφωνα με τις αρχές δικαστικής δεοντολογίας Bangalore η ικανότητα και η επιμέλεια
του/της δικαστή αποτελούν προϋποθέσεις για την ορθή εκτέλεση των καθηκόντων που
αφορούν στο δικαστικό αξίωμα. Η ικανότητα απαιτεί νομική γνώση, δεξιότητες, λεπτολο-
γία και προετοιμασία. Πτυχές της επιμέλειας είναι η καθαρή κρίση, η αμερόληπτη απόφαση
και η αποτελεσματική ενέργεια. Ειδικότερα η επιμέλεια εξαρτάται από τον φόρτο εργασίας,
την επάρκεια των μέσων (υποστηρικτικό προσωπικό και τεχνικά μέσα), το χρόνο για έρευ-
να, απόφαση και συγγραφή καθώς και την ύπαρξη άλλων καθηκόντων.
Παρ’ όλα αυτά πρέπει να αναγνωριστεί όμως και η ανάγκη του/της δικαστή να βρί-
σκεται με την οικογένειά του/της. Αλλά και να έχει επαρκή χρόνο για φυσική και πνευ-
ματική ανάταση και ευκαιρίες να βελτιώσει τις δεξιότητές του/της και τη γνώση
του/της. Ιδιαίτερη προσοχή απαιτείται στο δικαστικό άγχος (judicial stress) 17 . Στην επο-
χή μας το στρες και άλλοι ψυχολογικοί παράγοντες (π.χ. η κατάθλιψη) πλήττουν μεγά-
λο αριθμό δικαστικών λειτουργών. Στην αντιμετώπισή του παίζει ιδιαίτερο ρόλο η εκ-
παίδευση του/της δικαστή στη διαχείριση του δικαστικού χρόνου 18 .
Προκειμένου ο/η δικαστής να διαχειρίζεται ορθά τον δικαστικό χρόνο, οφείλει να
λάβει υπόψη την επόμενη φράση των αρχών δικαστικής δεοντολογίας: τα δικαστικά
καθήκοντα του/της δικαστή έχουν προτεραιότητα έναντι όλων των άλλων καθηκόντων.
Το πρωταρχικό καθήκον του/της δικαστή είναι η εκπλήρωση των υποχρεώσεών του/της
προς το δικαστήριο που ανήκει. Ο/Η δικαστής οφείλει να αντισταθεί σε κάθε πειρασμό
να αφιερώσει μια υπέρ το δέον προσοχή σε εξω-δικαστικές δραστηριότητες, εφόσον αυ-
τές μειώνουν την ικανότητα ανταπόκρισης στα δικαστικά καθήκοντα.
Παρ’ όλα αυτά ο/η δικαστής μπορεί να έχει και άλλα καθήκοντα που είναι σχετικά με
το δικαστικό αξίωμα ή με τη λειτουργία του δικαστηρίου. Μια τέτοια περίπτωση αποτελεί
και ο/η δικαστής που διευθύνει ένα δικαστήριο. Ακόμη ο/η δικαστής που συμμετέχει σε
επιτροπή εκ του νόμου και τέλος ο/η δικαστής που ασχολείται με τη δικαστική εκπαίδευση.
Ειδικά με τη δικαστική εκπαίδευση οι αρχές δικαστικής δεοντολογίας υπογραμμί-
ζουν ότι ο δικαστής οφείλει να επωφελείται της διαρκούς επιμόρφωσης. Το ηθικό καθή-
κον της εκτέλεσης των δικαστικών καθηκόντων με επαγγελματισμό και αποτελεσματι-
17. M. D. Kirby, Judicial Stress: An update, 1997, 71 Australian Law Journal, σ. 774 επ., 791. Βλ. επίσης
και ότι στη Βελγική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών η αντιμετώπιση του στρες αποτελεί μάθημα της σχολής
τόσο κατά την αρχική κατάρτιση, όσο και κατά την επιμόρφωση. Το μάθημα καλείται «mieux gérer son
stress» (http://www.igo-ifj.be/fr/content/igo-online).
18. Πολύ σημαντικό έργο έχει επιτελέσει στον τομέα αυτό η CEPEJ (Commission Européenne pour l’
efficacité de la justice): http://www.coe.int/t/dghl/cooperation/cepej/Delais/default_en.asp.14
Π ΕΤΡΟΣ Α ΛΙΚΑΚΟΣ
κότητα ισούται με το καθήκον για επιμόρφωση. Ο/Η δικαστής οφείλει να ενημερώνεται
για τις σύγχρονες εξελίξεις του δικαίου, αλλά και για τις σύγχρονες κοινωνικές μορφές,
τάσεις ή ακόμη και για παθήσεις, εφόσον θα κληθεί να εκδικάσει ιατρικές υποθέσεις.
Ιδιαίτερα σημαντική όμως είναι η διαρκής επιμόρφωση σε θέματα ηθικής και δικα-
στικής δεοντολογίας. Ως προς αυτή τη θεματική η επιμόρφωση αποκτά βαρύνοντα ρό-
λο. Η επανάληψη των αρχών δικαστικής δεοντολογίας, αλλά και η εμβάθυνσή τους,
βοηθάει τον/την δικαστή να μη λησμονεί τις βασικές αρχές της δικαστικής ηθικής κατά
την εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων.
Σήμερα η δικαστική εκπαίδευση, τόσο υπό τη μορφή της αρχικής κατάρτισης, όσο
και υπό τη μορφή της επιμόρφωσης αποτελούν μια δεδομένη πραγματικότητα στο δικα-
στικό λειτούργημα. Το Ευρωπαϊκό Δίκτυο για τη Δικαστική Εκπαίδευση (European
Judicial Training Network, EJTN) έχει ως μέλη του όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Έ-
νωσης. Μάλιστα κάποιες από αυτές τις χώρες διαθέτουν περισσότερες από μία δικαστι-
κές σχολές (π.χ. διαφορετική σχολή για δικαστές και διαφορετική για εισαγγελείς, όπως
η Ισπανία ή η Σουηδία ή διαφορετικές σχολές λόγω γεωγραφίας όπως συμβαίνει στο
Ηνωμένο Βασίλειο, με το κολλέγιο της Αγγλίας και της Ουαλίας, το Δικαστικό Ινστι-
τούτο της Σκωτίας και το Δικαστικό Συμβούλιο της Β. Ιρλανδίας). Άλλες χώρες, όπως η
Ο.Δ. της Γερμανίας και η Κύπρος διαθέτουν σχολή μόνο για επιμόρφωση.
Κατά τις αρχές Bangalore ο/η δικαστής οφείλει να ενημερώνεται για τις εξελίξεις του
διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των διεθνών συνθηκών και άλλων εργαλείων
που θεσπίζουν κανόνες ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Στην κατεύθυνση αυτή, δηλ. στην
επιμόρφωση του/της δικαστή σε ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ειδικότερα των
δικαιωμάτων που απορρέουν τόσο από την ΕΣΔΑ, όσο και από το Χάρτη Θεμελιωδών
Δικαιωμάτων της Ε.Ε., αλλά και τον Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Χάρτη, εργάζεται εδώ και
λίγα χρόνια το πρόγραμμα του Συμβουλίου της Ευρώπης με το όνομα HELP (Human
Rights Education for Legal Professionals). Η ΕΣΔι από το 2013 εκπροσωπείται στο πρό-
γραμμα και ήδη έχει πραγματοποιήσει 3 κύκλους μαθημάτων επιμόρφωσης δικαστικών
λειτουργών με τη μορφή του e-learning, ενώ και ο ΔΣΑ έχει πραγματοποιήσει 2 κύκλους
σπουδών επιμόρφωσης για τα μέλη του με την ίδια μορφή 19 .
Περαιτέρω, ο/η δικαστής οφείλει να διεξάγει τα δικαστικά καθήκοντα, συμπεριλαμ-
βανομένης της έκδοσης αποφάσεων, με αποτελεσματικότητα, δίκαια και εντός του δι-
καιολογημένου χρόνου. Ως προς το τελευταίο είναι δεδομένο ότι ο/η δικαστής οφείλει
να αποτρέπει τυχόν καθυστερήσεις στη διαδικασία και στην έκδοση αποφάσεων και να
διευκολύνει την ταχεία έκδοση των αποφάσεων. Φυσικά στο βωμό της ταχύτητας, δεν
19. Ως προς την ΕΣΔι πρόκειται για τους παρακάτω κύκλους σπουδών: 1. Κοινοτικές κυρώσεις και
εναλλακτικά της κράτησης μέτρα ως απάντηση στον υπερπληθυσμό των φυλακών, ο οποίος λειτούργησε το
έτος 2013-2014 και συμμετείχαν 20 δικαστές και εισαγγελείς του πρώτου βαθμού, 2. Τα εργασιακά δικαιώ-
ματα ως ανθρώπινα δικαιώματα, που λειτούργησε το έτος 2016-2017 και συμμετείχαν 34 άτομα, εκ των
οποίων 10 δικηγόροι και 24 δικαστές πρωτοδικείων και εφετείων και 3. Προστασία των αιτούντων άσυλο, ο
οποίος λειτούργησε το ίδιο έτος με 25 περίπου συμμετέχοντες διοικητικούς δικαστές. Ως προς τον ΔΣΑ
πραγματοποιήθηκαν δύο κύκλοι σπουδών. Ένας το 2013 με θέμα τις διακρίσεις και ένας το 2016 με θέμα την
προστασία των αιτούντων άσυλο, με 40 περίπου συμμετέχοντες την κάθε φορά.Η οικουμενική διάσταση της δικαστικής δεοντολογίας. Οι αρχές Bangalore
15
θα πρέπει να θυσιάζεται η ποιότητα. Έτσι θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η πολυ-
πλοκότητα της υπόθεσης.
Ο/Η δικαστής οφείλει να τηρεί την τάξη και την ευπρέπεια στο χώρο του δικαστηρίου.
Επίσης να είναι υπομονετικός/-ή, αξιοπρεπής και ευγενικός/-ή σε σχέση με τους διαδίκους,
τους ενόρκους, τους μάρτυρες, τους δικηγόρους και με όποιον έρχεται σε επαγγελματική
επαφή. Το ίδιο, όμως, οφείλουν να πράττουν και όσοι βρίσκονται υπό τις οδηγίες του/της.
Στο θέμα αυτό οι αρχές Bangalore είναι σαφείς. Η συμπεριφορά του/της δικαστή παίζει
ένα ιδιαίτερο, σημαντικό ρόλο στην εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων. Η δικαστική
συμπεριφορά με αυτή τη χροιά αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι της δικαστικής δεοντολογίας.
Έτσι οι αρχές κλείνουν με αυτό: «a judge shall not engage in conduct incompatible with the
diligent discharge of judicial duties», δηλ. ο/η δικαστής οφείλει να μην ασκεί συμπεριφορά
ασυμβίβαστη με την επιμελή εκτέλεση των δικαστικών καθηκόντων.
Χ. Επίλογος
Στις γραμμές που προηγήθηκαν έγινε μια παρουσίαση των αρχών δικαστικής δεοντο-
λογίας Bangalore 20 . Το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι αρχές αυτές πρέπει ή μπορούν να
υιοθετηθούν από τα κράτη μέλη του Ο.Η.Ε. για το δικαστικό σώμα κάθε κράτους μέλους.
Πιστεύουμε ότι οι παγκόσμιες αρχές δικαστικής δεοντολογίας που προτείνουν όργανα του
Ο.Η.Ε., μπορούν να αποτελέσουν το γνώμονα για την κατάστρωση εθνικών αρχών δικα-
στικής δεοντολογίας. Το ίδιο το κείμενο των αρχών στην κατακλείδα του, η οποία αναφέ-
ρεται στη δυνατότητα εφαρμογής τους, αναφέρει ότι οι αρχές δικαστικής δεοντολογίας
Bangalore πρέπει να αποτελέσουν τμήμα της δεοντολογίας του δικαστικού σώματος.
Σχετικά η Ομάδα για τη Δικαστική Ακεραιότητα (Judicial Integrity Group) των Ηνω-
μένων Εθνών, η ομάδα που είναι η συντακτική επιτροπή των αρχών, όπως είπαμε και στην
αρχή, έχει προχωρήσει σε μια σειρά ενεργειών, προκειμένου το κείμενο να εφαρμοστεί με
επιτυχία στα δικαστικά συστήματα των κρατών μελών του Ο.Η.Ε. Η εφαρμογή που προ-
τείνεται δεν είναι δεσμευτική, ίσως δεν θα μπορούσε να είναι δεσμευτική, αλλά προτείνεται
να αποτελεί ένα είδος κατευθυντήριων αρχών δικαστικής δεοντολογίας, το οποίο θα μπο-
ρεί να προσαρμοστεί στο έθιμο και στις παραδόσεις του δικαστικού σώματος κάθε κράτους.
Εξάλλου, οι ίδιες οι αρχές τηρούν μια σχετικά γενική διατύπωση στο κείμενό τους και μόνο
σε συγκεκριμένα ζητήματα εισέρχονται σε περισσότερες λεπτομέρειες.
Στη χώρα μας, θεωρούμε, ότι ωρίμασε ο χρόνος για την κατάρτιση ενός κώδικα δεο-
ντολογίας του δικαστικού σώματος. Ενός κώδικα που θα προβλέπει τη δικαστική δεο-
ντολογία. Ίσως θα έπρεπε παράλληλα να προβλεφθεί και η σύσταση μιας επιτροπής δι-
καστικής δεοντολογίας, η οποία θα λειτουργεί συμβουλευτικά και ενισχυτικά σε ζητή-
ματα δικαστικής δεοντολογίας των μελών του δικαστικού σώματος. Η επιτροπή αυτή,
αλλά και ο κώδικας δικαστικής δεοντολογίας θα συμβουλεύουν και θα συμπαρίστανται
στους δικαστικούς λειτουργούς, ενώ παράλληλα θα διαφωτίζουν και τους λοιπούς πα-
ράγοντες των δικαστηρίων, αλλά και την κοινή γνώμη για τη δεοντολογική και ουσια-
στική σημασία του δικαστικού λειτουργήματος.
20. Το πλήρες κείμενο των αρχών υπάρχει σε αυτή τη διεύθυνση: http://www.unodc.org/pdf/crime/
corruption/judicial_group/Bangalore_principles.pdf.

(c) All Rights Reserved 2023-24        Designed and Developed by  LAWNET