Η πρακτική εφαρμογή της Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης στο πεδίο των ενδοοικογενειακών συγκρούσεων: συνεδρίες οικογενειακών ομάδων: το παράδειγμα του Καναδά και της Νέας Ζηλανδίας – Προβληματική και Αντίλογος – Ποια η στάση της ελληνικής κοινωνίας και των Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών απέναντι στην πρακτική εφαρμογή των αρχών της Αποκαταστατικής Δικαιοσύνης»
Αναστασία Ξηρογιάννη,
Πρωτοδίκης Αθηνών, Τακτική Ανακρίτρια Πρωτοδικείου Αθηνών, Αναπληρώτρια Δικαστής Ανηλίκων
ΠΡΟΛΟΓΟΣ: ΟΡΙΣΜΟΣ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ – ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ
ΕΝΝΟΙΕΣ ΑΝΤΑΠΟΔΟΤΙΚΗΣ – ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ – ΣΥΝΕΔΡΙΕΣ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ: ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΟΥ ΚΑΝΑΔΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΖΗΛΑΝΔΙΑΣ
ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΚΗ: ΕΦΑΡΜΟΣΙΜΕΣ ΣΕ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΕΝΔΟΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗΣ ΒΙΑΣ / ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ
ΠΟΙΑ Η ΣΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΚΤΙΚΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Ορισμός ενδοοικογενειακής βίας και μορφές αυτής: Η ενδοοικογενειακή βία δεν περιλαμβάνει μόνο τη σωματική κακοποίηση, αλλά τις άμεσες και έμμεσες απειλές, τη συναισθηματική και ψυχολογική βία, τη σεξουαλική κακοποίηση, την κοινωνική απομόνωση, τον οικονομικό έλεγχο και γενικότερα όλες εκείνες τις συμπεριφορές που ωθούν ένα άτομο να ζει υπό ένα διαρκή φόβο. Συνδέεται δε άρρηκτα με την καταπάτηση των κυρίαρχων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της ασφάλειας και ισότητας μέσα στην οικογένεια και τη νομική προστασία.
Όταν μιλάμε για βία μέσα στο οικογενειακό περιβάλλον δεν εννοούμε μόνο τη σωματική. Το παιδί μπορεί να βιώνει τη βία μέσα στην οικογένειά του μέσα από διάφορες θέσεις: α) ως θύμα οποιασδήποτε μορφής βίας (σωματικής, λεκτικής, ψυχολογικής, σεξουαλικής) είτε ενεργητικής είτε παθητικής (παραμέληση) από τους γονείς ή από άλλα μέλη της οικογένειας, β) ως θεατής παρακολουθώντας σκηνές βίας απέναντι σε αδέρφια ή μεταξύ γονέων.
Η ψυχολογική ή συναισθηματική κακοποίηση αφορά περιπτώσεις όπου οι γονείς/ κηδεμόνες αγνοούν το παιδί τους, το θέτουν σε κίνδυνο ή το τρομοκρατούν. Συνήθως το παιδί αισθάνεται ότι δεν αξίζει την αγάπη των γονιών του, αίσθημα αποτυχίας και στρες να ανταπεξέλθει στις απαιτήσεις τους. Οι υπερβολικές προσδοκίες, η μη αναγνώριση των επιτυχιών του παιδιού ή ο συνεχής υποβιβασμός του αποτελούν μορφές συναισθηματικής κακοποίησης η οποία μπορεί να έχει αποτελέσματα στη ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξή του ανάλογης σοβαρότητας με αυτά της σωματικής βίας.
Η παραμέληση σχετίζεται με περιπτώσεις όπου οι γονείς συστηματικά αγνοούν τη φροντίδα του παιδιού, δηλαδή την στέρηση στέγης, φαγητού, ιατρικής περίθαλψης, καθαριότητας. Επίσης στη παραμέληση περιλαμβάνεται η αδιαφορία για την εκπαίδευση του παιδιού εκ μέρους του γονέα που αδιαφορεί να το γράψει στο σχολείο. Περιπτώσεις παραμέλησης εμφανίζονται συχνότερα σε οικογένειες με γονείς χρήστες ναρκωτικών ουσιών, χαμηλού μορφωτικού επιπέδου, με προβλήματα ψυχικής υγείας είτε μονογονεϊκές οικογένειες.
Η σωματική βία έχει να κάνει με περιστατικά όπου οι γονείς κακομεταχειρίζονται το παιδί προκαλώντας του τραύματα, πληγές και μώλωπες με διάφορους τρόπους (ξύλο, εγκαύματα κ.α.). Συνήθως πρόκειται για γονείς που είτε έζησαν παρόμοιες καταστάσεις ως παιδιά ή δε μπορούν να κατανοήσουν τα όρια της τιμωρίας και με αυτό τον τρόπο προσπαθούν να επιβληθούν στο παιδί προκειμένου να το τιμωρήσουν. Πολλές έρευνες υποστηρίζουν πως ένα μεγάλο ποσοστό των παιδιών που έπεσαν θύματα σωματικής βίας μοιραία θα ακολουθήσουν την ίδια συμπεριφορά στο μέλλον ως γονείς, γι’ αυτό και κρίνεται πολύ σημαντική η ψυχοθεραπεία ως μέσο αποφυγής τέτοιων συμπεριφορών που δημιουργούν ένα φαύλο κύκλο.
Τέλος μια ακόμα μορφή κακοποίησης εις βάρος ενός παιδιού είναι αυτή της σεξουαλικής. Είναι ένα ιδιαίτερο και λεπτό ζήτημα που δυστυχώς σύμφωνα με μελέτες έχει μεγαλύτερη διάσταση από όση βλέπουμε ή πιστεύουμε. Συνήθως τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης σιωπούν και δεν αναφέρουν το περιστατικό στις αρχές με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει μια πιο έγκυρη εκτίμηση των περιπτώσεων. Η σεξουαλική κακοποίηση περιλαμβάνει κάθε είδους ερωτικής φύσης δραστηριότητες στις οποίες εξαναγκάζεται το παιδί να συμμετέχει. Συνήθως ο θύτης προέρχεται από το οικογενειακό και το στενό περιβάλλον (θείοι, ξαδέρφια, συγγενείς) του παιδιού ή είναι ένα άτομο που το παιδί γνωρίζει και συμπαθεί. Ο θύτης φροντίζει να τρομοκρατεί το παιδί προκειμένου να μη μιλήσει γεμίζοντας το με αντιφατικά συναισθήματα. Ακόμα και αν επιθυμεί να καταγγείλει το γεγονός, αισθάνεται ντροπή, φόβο και ενοχές με αποτέλεσμα να παραμένει χωρίς βοήθεια.
Συνέπειες της ενδοοικογενειακής βίας ως προς τη ψυχοσύνθεση του παιδιού: Ανεξάρτητα αν το ίδιο το παιδί είναι θύμα ή θεατής της ενδοοικογενειακής βίας σίγουρα δε παραμένει ανεπηρέαστο. Η ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη αναπόφευκτα επηρεάζεται αρνητικά και ειδικά αν μιλάμε για τη βρεφική και νηπιακή ηλικία είναι δυνατόν το τραύμα της βίας να επηρεάσει τη λειτουργία του εγκεφάλου, τη συμπεριφορά, τη μνήμη ή τη ρύθμιση του συναισθήματος. Μπορεί κάποιος να παρατηρήσει σημάδια στη συμπεριφορά ενός παιδιού που βιώνει στην οικογένειά του περιστατικά βίας και να τα αναγνωρίσει. Αν πρόκειται για σωματική βία σίγουρα υπάρχουν μώλωπες και τραύματα που μπορεί κανείς να εντοπίσει αλλά δυστυχώς σε ένα παιδί μπορεί να ασκείται ψυχολογική και λεκτική βία και τα «σημάδια» τους να μην είναι τόσο ορατά.
Ένα παιδί που έχει πέσει θύμα κακοποίησης παρουσιάζει συχνά αντικοινωνική συμπεριφορά, συναισθηματικές διαταραχές, χαμηλές σχολικές επιδόσεις, απόσυρση και απομόνωση από τους συνομηλίκους του, παράλογους φόβους, κοιλιακούς πόνους χωρίς ιατρική αιτία, βραδινή ενούρηση, εφιάλτες. Παράλληλα και ειδικά αν πρόκειται για περιπτώσεις παραμέλησης, το παιδί παρουσιάζεται ατημέλητο, λιποβαρές με κακή σωματική υγιεινή. Η ζωή των παιδιών αυτών διατρέχει το κίνδυνο σοβαρών ψυχολογικών διαταραχών που δύσκολα μπορούν να ξεπεραστούν στην ενήλικη ζωή.
Ενδοοικογενειακή βία – αποκαταστατική δικαιοσύνη: Όπως κατωτέρω θα αναπτυχθεί, ιδίως σε περιπτώσεις που οι ως άνω μορφές ενδοοικογενειακής βίας αποκτούν ποινική απαξία, η εφαρμογή της τυπικής ποινικής διαδικασίας αφήνει άλυτα πολλά θέματα και δεν θα ήταν υπερβολή να λέγαμε ότι κάθε άλλο παρά δικαιώνει το θύμα, το οποίο – πρωτίστως – επιζητεί αφενός μεν την συναισθηματική του «αποκατάσταση», αφετέρου την ειρήνευση και την επούλωση των πληγών του μέσω της εξομάλυνσης των ενδοοικογενειακών συγκρούσεων. Από την εμπειρία μου ως Δικαστής Ανηλίκων αλλά και ως Τακτική Ανακρίτρια, έχω διαπιστώσει ότι στις περισσότερες περιπτώσεις κρουσμάτων ενδοοικογενειακής βίας το θύμα δεν επιθυμεί την αποξένωση από το τοξικό οικογενειακό του περιβάλλον, αντιθέτως επιζητεί τρόπους να «επαναφέρει» την οικογενειακή γαλήνη μέσω της νουθετήσεως του δράστη, να πάψει να αυτοενοχοποιείται για την βία που έχει δεχθεί και – εί δυνατόν – να επιστρέψει σε μια αναμορφωμένη οικογένεια που δεν θα επαναλάβει στο μέλλον τέτοιες συμπεριφορές. Συνεπώς, σε περιπτώσεις όπου θύτης και θύμα συνδέονται με άρρηκτους συγγενικούς και οικογενειακούς δεσμούς, υπάρχει γόνιμο έδαφος να καλλιεργηθεί η ιδέα της αποκατάστασης και όχι της ανταπόδοσης, να εφαρμοστούν δηλαδή μέτρα αποκαταστατικής δικαιοσύνης που θα δράσουν θεραπευτικά σε αμφότερους δράστη και θύμα.
Στοιχεία της ανταποδοτικής και της αποκαταστατικής δικαιοσύνης: Για να κατανοήσουμε βαθύτερα την έννοια και τους στόχους της αποκαταστατικής δικαιοσύνης πρέπει πρώτα να την αντιδιαστείλουμε από τις πλέον παραδοσιακές μορφές και στόχους της δικαιοσύνης και να μελετήσουμε τα βαθύτερα αίτια αυτών των παραδοσιακών μορφών αλλά και τις διεργασίες μέσα από τις οποίες αναπτύχθηκε η έννοια της αποκατάστασης ως στόχου στο δικαιικό σύστημα διεθνώς:
Έννοια ανταποδοτικής δικαιοσύνης: Η τιμωρία δεν αποτελεί το μέσον για την επίτευξη κάποιου άλλου στόχου της ποινής αλλά τον ίδιο το στόχο της. Βάσει της καντιανής φιλοσοφικής προσέγγισης, η ανταπόδοση συγκεκριμενοποιείται μέσα από δύο αξιώματα: ότι μόνο οι εγκληματίες μπορούν να τιμωρηθούν και ότι όλοι οι εγκληματίες πρέπει να τιμωρηθούν. Η ιδέα του ‘χρέους’ που κάποιος οφείλει να πληρώσει ενσαρκώθηκε αρχικά, μέσα από το ιουδαϊκό ‘οφθαλμός αντί οφθαλμού’, το νόμο του αντιπεπονθότος ή της ταυτοπάθειας και το ρωμαϊκό lex talionis. Στο πλαίσιο αυτό, η ηθικότητα της τιμωρίας που οφείλει να υποστεί ο εγκληματίας δεν βασίζεται στο χρέος του μόνο απέναντι στο θύμα αλλά απέναντι στην ευρύτερη κοινωνία. Κατ’ αυτό τον τρόπο η αποκατάσταση της δικαιοσύνης επιδιώκεται «με την ανταπόδοση του εγκληματικού κακού με άλλο ισάξιο» και η εξιλέωση και η μετάνοια που «επέρχονται με την τιμωρία» συνδέουν τη ‘λειτουργία’ της ανταπόδοσης με την αιτία της ποινής, εφόσον ο εγκληματίας τιμωρείται «επειδή έσφαλε». Η ανταπόδοση (retribution) αναφέρεται, άρα, στο παρελθόν (δηλαδή στο κακό που προξένησε ο εγκληματίας) και ως εκ τούτου διακρίνεται από τις μεταγενέστερες τελολογικές προσεγγίσεις της αναμόρφωσης (rehabilitation) και της αποτροπής μέσα από τη γενική και ειδική πρόληψη.
Έννοια της αναμόρφωσης: Στον αντίποδα της προσέγγισης αυτής τοποθετείται η αναμόρφωση (rehabilitation) του εγκληματία ως βασική σκοπιμότητα της ποινής, η οποία αποτέλεσε την κυρίαρχη ποινική φιλοσοφία μετά το β΄παγκόσμιο πόλεμο. Εστιάζοντας στους παράγοντες που οδήγησαν τον εγκληματία στη διάπραξη του εγκλήματος, η προσέγγιση αυτή έθεσε ως στόχο την αντιμετώπιση με κοινωνικοθεραπευτικές επεμβάσεις που δεν είχαν τιμωρητικό χαρακτήρα εφόσον γίνονταν ‘για το καλό του. Η εν λόγω τάση είχε έντονα τα χαρακτηριστικά των ‘ειδικών’ και της επιστήμης που είχαν αναλάβει την αναμόρφωση των ποινικών πρακτικών, ώστε να γίνουν «πιο ανθρώπινες, πιο δίκαιες και πιο αποτελεσματικές». Συνδυασμένη με την κοινωνική επανένταξη, που χαρακτήρισε το θεραπευτικό πρότυπο της μεταπολεμικής περιόδου, έθεσε ως υποχρέωση της πολιτείας τη βελτίωση και αποκατάσταση του εγκληματία.
Διαμόρφωση της αποκαταστατικής δικαιοσύνης: Η πολιτικοποίηση του εγκληματικού προβλήματος βασίστηκε σε σημαντικό βαθμό στην αμφισβήτηση της κρατικής ικανότητας για την αντιμετώπιση των κοινωνικών προβλημάτων που ήταν εντονότερη μεταξύ των πολιτών που εξέφραζαν αισθήματα ανασφάλειας και φόβου του εγκλήματος. Η επισταμένη εμπειρική διερεύνηση των άτυπων αυτών κοινωνικών αντιδράσεων οδήγησε, ωστόσο, στην κοινά αποδεκτή διαπίστωση ότι η σύνδεση φόβου και εγκλήματος είναι καταχρηστική, εφόσον ο φόβος του εγκλήματος παρουσιάζεται οξυμένος ακόμα και σε περιόδους που το έγκλημα μειώνεται. Καθίσταται, λοιπόν, προφανές ότι οι τιμωρητικές πολιτικές που υιοθετήθηκαν την τελευταία εικοσαετία στόχευαν βασικά στην αντιμετώπιση του φαινομένου της ανασφάλειας παρά στην αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου.
Ανάπτυξη της «Θυματολογίας»: Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος του θύματος γίνεται ιδιαίτερα σημαντικός αλλά και αμφίσημος. Ήδη, πριν τον β’ παγκόσμιο πόλεμο, δημιουργήθηκε μια νέα επιστημονική κατεύθυνση, η Θυματολογία, η οποία περιέγραφε αρχικά «μια περιοχή μελέτης σχετικής με τη σχέση μεταξύ θύματος και δράστη» αλλά από τα τέλη της δεκαετίας του 1970 και μετά μια γενικότερη προσέγγιση σχετική με το θύμα και αναφερόταν, συχνά, ως τομέας της επιστήμης της Εγκληματολογίας. Παράλληλα, αρχίζουν να δραστηριοποιούνται και οι διεθνείς οργανισμοί προς την κατεύθυνση της προστασίας των δικαιωμάτων των θυμάτων και υιοθετήθηκαν μια σειρά σημαντικά μέτρα όπως η «αποζημίωση των θυμάτων του εγκλήματος» (απόφαση (77) 27 της Επιτροπής Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, στις 28 Σεπτεμβρίου 1977), (Αλεξιάδης, 2005, 99), η υπογραφή της διεθνούς «Σύμβασης για την αποζημίωση των θυμάτων εγκλημάτων βίας» (1983)37, (Φαρσεδάκης, χ.χ., 177), οι Συστάσεις R(85) 11 για τη «Θέση του θύματος στο πλαίσιο του ποινικού δικαίου και της ποινικής διαδικασίας», καθώς και R(87)21 για τη «βοήθεια προς τα θύματα και την πρόληψη της θυματοποίησης», του Συμβουλίου της Ευρώπης38. Η Σύσταση 11 του 1985 επισημαίνει, μάλιστα, στο εισαγωγικό της κείμενο, πως η παραδοσιακή στόχευση του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης στη σχέση κράτους-εγκληματία, «έτεινε μάλλον να αυξήσει παρά να ελαττώσει τα προβλήματα του θύματος». Έτσι, διατυπώνεται η σαφής θέση ότι «…θεμελιώδη λειτουργία της ποινικής δικαιοσύνης πρέπει να αποτελεί η ικανοποίηση των αναγκών και η προστασία των συμφερόντων του θύματος», η οποία αιτιολογείται, άλλωστε, μέσα από την ανάγκη για τόνωση της εμπιστοσύνης του θύματος στην ποινική δικαιοσύνη και αποδοτικότερη συνεργασία μαζί της. Υπογραμμίζεται, τέλος, ότι τα προτεινόμενα μέτρα δεν συγκρούονται με «άλλους στόχους του ποινικού δικαίου… όπως είναι η ενίσχυση των κοινωνικών τύπων και η επανένταξη των εγκληματιών» αλλά μπορεί να βοηθούν και σε ενδεχόμενο συμβιβασμό μεταξύ δράστη και θύματος Και ο ΟΗΕ επέδειξε έμπρακτα το ενδιαφέρον του για τα θύματα, μέσα από τη «Διακήρυξη βασικών Αρχών Δικαιοσύνης για τα θύματα του εγκλήματος και της κατάχρησης εξουσίας», η οποία διατυπώθηκε από το 7ο Συνέδριό του, στο Μιλάνο, το 1985, καθώς και η δημοσίευση των «Βασικών Αρχών και Κατευθύνσεων που πρέπει να διέπουν την αποκατάσταση και αποζημίωση των θυμάτων παραβίασης του διεθνούς δικαίου ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου», από την Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Οικονομικού και Κοινωνικού Συμβουλίου των Η.Ε., το 2000 40. Το πνεύμα της συμπαράστασης στα θύματα και πρόληψης της μελλοντικής θυματοποίησης ενυπάρχει, άλλωστε, και σε μια σειρά από άλλα διεθνή κείμενα, όπως και στη Διακήρυξη των κρατών-μελών του ΟΗΕ της 25-4-200541. Πολλές εθνικές νομοθεσίες έχουν λάβει σειρά μέτρων προστασίας και αποζημίωσης των θυμάτων εγκληματικότητας και ιδιαίτερα βίαιης. Αρκετά από αυτά αποσκοπούν στην ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης και στην άμβλυνση της έντασης μεταξύ δράστη και θύματος, μέσα και από την προώθηση της διαμεσολάβησης. Έχει διατυπωθεί, μάλιστα, η άποψη πως αμβλύνονται τα όποια ανταποδοτικά συναισθήματα των θυμάτων, εφόσον «η ανταπόδοση είναι αποτέλεσμα της απογοήτευσης από τη σωφρονιστική-αναμορφωτική και γενικοπροληπτική πολιτική». Τα μέτρα αυτά προβλέπουν, εκτός από τις περιπτώσεις αποζημίωσης, και άλλες μορφές συμπαράστασης στο θύμα και εντάσσονται στη γενικότερη κατεύθυνση της αποκαταστατικής δικαιοσύνης (restorative justice, justice restaurative). Στο πλαίσιο αυτό επιδιώκεται η επίλυση του «βασικού κοινωνικού προβλήματος» του εγκλήματος και των αποδιοργανωτικών συνεπειών του στο δεδομένο κοινωνικό σύνολο46 (Αλεξιάδης, 2007, 992). Οι υποστηρικτές της αποκαταστατικής (ή επανορθωτικής) δικαιοσύνης πιστεύουν ότι «έχει τη δυνατότητα να φθάσει σε ένα σύστημα πιο δίκαιο για το θύμα, πιο καθησυχαστικό για την κοινότητα και πιο ευνοϊκό για τον παραβάτη», (Μαγγανάς, 2000, 555). Το σύστημα αυτό θεωρείται ότι παρουσιάζει περισσότερα πλεονεκτήματα από το τιμωρητικό/ανταποδοτικό σύστημα, το οποίο στηρίζεται στην αντιπαράθεση δράστη-θύματος, και από το ποινικό-προνοιακό σύστημα, το οποίο «παραμελεί» το θύμα (Το ίδιο). Οι διαδικασίες της επανορθωτικής δικαιοσύνης και, κυρίως, η ποινική διαμεσολάβηση εκλαμβάνονται, άλλωστε, και ως «τρίτη οδός ανάμεσα στην κατασταλτική και την αναμορφωτική δικαιοσύνη» (Τσήτσουρα, 2001, 725). Ο αποδιδόμενος στην αποκαταστατική δικαιοσύνη στόχος είναι η επίτευξη κοινωνικής ειρήνης και για το λόγο αυτό αποκαλείται και «Ειρηνοποιός Εγκληματολογία». Έντονος προβληματισμός διατυπώνεται, ωστόσο, ακόμα και από τους υπέρμαχους του κινήματος προστασίας των θυμάτων, σχετικά με τα όρια των δικαιωμάτων των θυμάτων. Ενδεικτική είναι η επισήμανση αναφορικά με «την ανάγκη ανάπτυξης δεοντολογίας στο πλαίσιο της Θυματολογίας, έτσι ώστε «η μελέτη του θύματος και η αντίδραση στη θυματοποίηση να είναι όσο το δυνατό περισσότερο αντικειμενικές» και να μην οδηγούν σε «ανταποδοτικές στάσεις ως προς τον δράστη αλλά μάλλον να επιζητείται, με τη συμβολή των δύο μερών, η καλύτερη λύση στο πρόβλημα που δημιουργήθηκε». Η επιζητούμενη, στο πλαίσιο της ποινικής δικαιοσύνης, ισορροπία μεταξύ δράστη θύματος δεν επιτυγχάνεται εύκολα στην πράξη. Αντίθετα, τις τελευταίες δύο δεκαετίες το θύμα διαδραματίζει, σε επικοινωνιακό επίπεδο, κεντρικό ρόλο στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και «κινητήρια δύναμη των ποινικών πολιτικών». Είναι ενδεικτικό ότι στην Αμερική πολλοί νόμοι που ψηφίστηκαν πήραν τα ονόματα θυμάτων, όπως Megan’s law, Jenna’s law, the Brady bill κ.λπ.. Η εμπειρία του θύματος δεν είναι πλέον «ατομική και άτυπη» αλλά «κοινή και συλλογική» και ένα νέο συλλογικό νόημα αποδίδεται στην ιδιότητα/κατάσταση του θύματος (victimhood), μια νέα ‘ταυτότητα’ αποδίδεται σε μια μερίδα πολιτών, η οποία κάθε άλλο παρά ομοιογενής είναι. Επιπρόσθετα, η ‘κατάσταση’ αυτή πολιτικοποιήθηκε πολύ εύκολα, εφόσον το θύμα είναι η αδύναμη πλευρά και ουδείς θα μπορούσε να της αρνηθεί τη βοήθεια και συμπαράστασή του. Προκειμένου να αιτιολογηθούν οι «θυματοκεντρικές»μεταρρυθμίσεις γίνεται επίκληση της έννοιας της ισορροπίας. Η έννοια αυτή εκφραζόμενη μέσα από τον αγγλικό όρο balance, που σημαίνει και ζυγαριά, ορθά θεωρείται ότι παραπέμπει, μέσα από ένα σχήμα λόγου, σε μια απλουστευτική προσέγγιση του ζητήματος, η οποία δεν αρμόζει για την εξέταση του θέματος. Οι θυματοκεντρικές πολιτικές συνδέονται με μια γενικότερη στροφή της αντεγκληματικής πολιτικής προς την ‘κοινότητα’, η οποία είχε μεν ξεκινήσει ήδη από το 1960 από τον αγγλοσαξονικό χώρο αλλά στις μέρες μας έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις. Η συμμετοχική αντεγκληματική πολιτική αναπτύχθηκε και στην υπόλοιπη Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1980, συνδυάζοντας την αποκέντρωση των κρατικών αρμοδιοτήτων και τη συνεργασία με τοπικούς/κοινοτικούς ή και ιδιωτικούς φορείς, στη βάση της διεταιρικότητας που αποσκοπεί στην ‘υπευθυνοποίηση’ των κοινωνικών εταίρων (Ζαραφωνίτου, 2003, Παπαθεοδώρου, 2005). Στη βάση αυτή αναπτύσσονται στον αγγλοσαξονικό χώρο, οι σύγχρονες τάσεις της Εγκληματολογίας «της καθημερινής ζωής». Δίνοντας έμφαση στις περιστάσεις και ευκαιρίες, η τάση αυτή ενισχύει ιδιαίτερα την περιστασιακή πρόληψη και την αποτροπή της εγκληματικότητας μέσα από την αυστηροποίηση των ποινικών κυρώσεων. Στόχος ήταν βασικά η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του κοινού απέναντι στην ποινική δικαιοσύνη και η αναζήτηση του πληγέντος γοήτρου του ‘ισχυρού κράτους’. Είναι ενδεικτικά και όσα αναφέρονται για την εξέλιξη της ‘κοινοτικής πρόληψης’ από τον T.Hope, σύμφωνα με τον οποίο η βασισμένη στην αστεακή ανάπτυξη πρόληψη είχε ως αφετηρία κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, την ‘κοινωνική αποδιοργάνωση’, μεταπολεμικά εστιάστηκε στα ‘κοινωνικά προβλήματα’ και από το 1980 και μετά επικεντρώνεται στο πλαίσιο της ‘τρομοκρατημένης πόλης’. Στο πλαίσιο αυτό διαπιστώνεται, διεθνώς, η αύξηση του σωφρονιστικού πληθυσμού, η ένταση της αστυνόμευσης, ως συνέπεια και της αύξησης των ιδιωτικών υπηρεσιών φρούρησης, και η επέκταση των τεχνικών και ηλεκτρονικών μέτρων επιτήρησης. Τα τελευταία 20-30 χρόνια διαπιστώνεται, γενικά, η ύπαρξη μιας έντονης τιμωρητικότητας τόσο στις κοινωνικές στάσεις όσο και στο θεσμικό πλαίσιο των δυτικών χωρών αναφορικά με το έγκλημα και την αντιμετώπισή του. Η αυστηροποίηση των ποινικών κυρώσεων, μέσα και από την κατά πολύ αυξημένη προσφυγή στις στερητικές της ελευθερίας ποινές, είναι ενδεικτική της μιας όψης του φαινομένου. Η επέκταση του κοινωνικού ελέγχου και της επιτήρησης των σύγχρονων μορφών ‘αταξίας’ και ‘αντικοινωνικότητας’ μέσα και από προληπτικές πολιτικές αποτελεί μία ακόμη όψη του με πολυδιάστατη σημασία και συνέπειες, εφόσον έχει ως αποδέκτες το γενικότερο κοινωνικό σύνολο και όχι μόνο όσους εμπλέκονται στην εγκληματικότητα. Ο συνδετικός κρίκος της τιμωρητικής αυτής τάσης, ως στοιχείου τόσο των κοινωνικών στάσεων όσο και της επίσημης αντεγκληματικής πολιτικής τοποθετείται στην διάχυτη ανασφάλεια, όπως αυτή οριοθετείται απέναντι στο έγκλημα και στο ενδεχόμενο θυματοποίησης, αν και είναι επιστημονικά διαπιστωμένη η συσχέτισή της με γενικότερες μορφές αποστέρησης. Με δεδομένη την εξασθένιση του κοινωνικού χαρακτήρα του σύγχρονου κράτους, τα γενικότερα ανικανοποίητα που απορρέουν από το βαθμό ένταξης στις κοινωνικές παροχές και το ρυθμιστικό ρόλο του κράτους, η αντιμετώπιση κοινωνικών προβλημάτων μετατίθεται πολύ συχνά στο ποινικό πεδίο και στην ενεργοποίηση πολιτικών κατασταλτικού χαρακτήρα, προβαλλόμενων ως ‘άμεσων απαντήσεων’ στο αίτημα για περισσότερη ασφάλεια.
Έννοια και περιεχόμενο της αποκαταστατικής δικαιοσύνης: Κοινά αποδεκτός ορισμός της αποκαταστατικής δικαιοσύνης δεν υπάρχει. Το περιεχόμενό της είναι ευρύτατο και περιλαμβάνει από την «πολιτική της ποινικής δικαιοσύνης έως την πολιτική για τη ρύθμιση της ευημερίας των παιδιών, σχολείων, εταιριών, αστικών υποθέσεων και των αυταρχικών καθεστώτων που καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα».
Απόπειρες ορισμών έχουν γίνει πολλές (Marshall 1999, Paul McCord 1996, United Nations 1999). Άλλοι ορισμοί τονίζουν την έννοια της διαδικασίας (process) κατά την οποία όλες οι πλευρές που σχετίζονται με ένα συγκεκριμένο έγκλημα συγκεντρώνονται με στόχο να αντιμετωπίσουν συλλογικά τις συνέπειες της πράξης και τις επιπλοκές στο μέλλον (Paul Mc Cord). Άλλοι τονίζουν τις «αξίες» της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, όπως η λογοδοσία των θυτών στα θύματα, η αποκατάσταση της ζημίας ή βλάβης, η επανένταξη των δραστών στην κοινότητα, ο σεβασμός στο διάλογο κ.α. Σημαντική –εννοιολογική και λειτουργική – είναι η διάκριση της αποκαταστατικής δικαιοσύνης σε ουσιαστική και δικονομική από τον Αλεξιάδη . Η μόνη συμφωνία που υπάρχει στη βιβλιογραφία σήμερα είναι ότι δεν υπάρχει συμφωνία για το τι είναι αποκαταστατική δικαιοσύνη. Πρόκειται για μια «έννοια –ομπρέλα» που περιλαμβάνει ποικιλία πρακτικών, όπως διαμεσολάβηση, συνεδρίες σε κύκλους ή/και στο πλαίσιο των τοπικών κοινωνιών, χωρίς έναν καθολικά αποδεκτό ορισμό.
Ωστόσο, για αναλυτικούς λόγους επισημαίνουμε τα κοινά στοιχεία των ορισμών που έχουν έως σήμερα διατυπωθεί:
α. η αποκαταστατική δικαιοσύνη στοχεύει στη συμπλήρωση, την αλλαγή ή/και τον μετασχηματισμό του κυρίαρχου συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης.
β. η αποκαταστατική δικαιοσύνη αντιμετωπίζει το έγκλημα όχι ως μια αφηρημένη και θεωρητική έννοια, ως πράξη κατά του κράτους, αλλά ως βλάβη και παραβίαση των διαπροσωπικών σχέσεων.
γ. Άρα, η δικαιοσύνη οφείλει και πρέπει να είναι επανορθωτική ή αποκαταστατική, με στόχο την επανόρθωση της ζημίας ή του κακού που έχει προκληθεί από το δράστη στα θύματα.
δ. Η αποκαταστατική δικαιοσύνη είναι μια ειδική μέθοδος χειρισμού του εγκλήματος που φέρνει κοντά ή μαζί το δράστη, το/ τα θύματά του, τις οικογένειές τους και τους φίλους τους για να συζητήσουν τις επιπτώσεις του γεγονότος και τα βήματα που πρέπει να γίνουν για να αποκατασταθεί το κακό ή η βλάβη που προξένησε ο δράστης.
Γενικές αρχές της αποκαταστατικής δικαιοσύνης είναι η αποκατάσταση των θυμάτων και των κοινοτήτων, η προώθηση των επανένταξης των δραστών, καθώς και η αποκατάσταση των σχέσεων μεταξύ δράστη, θύματος και τοπικών κοινωνιών. Συγκριτικά δε με τις «κλασικές» μορφές απονομής δικαιοσύνης, η αποκαταστατική δικαιοσύνη –σύμφωνα με τους υποστηρικτές της- φαίνεται να έχει περισσότερο «δημοκρατικό», πλουραλιστικό και καινοτόμο χαρακτήρα, επειδή τα ενδιαφερόμενα μέρη αξιολογούν και συν-αποφασίζουν το αποτέλεσμα, έχουν δυνατότητα επιλογής του αποτελέσματος ή των ποινών, και επειδή τελικά- συμβάλλει στην εμπέδωση του αισθήματος δικαίου στην κοινότητα.
Στόχοι της αποκαταστατικής δικαιοσύνης: 1. Να ενθαρρύνει και να διευκολύνει την κατάλληλη επανόρθωση από τους δράστες της βλάβης που προκάλεσαν στα θύματα, 2. Να οδηγήσει τους δράστες στη συνειδητοποίηση των συνεπειών και του αντικτύπου των εγκλημάτων τους στα θύματα και 3. Να επιτύχει τη συμφιλίωση μεταξύ θυμάτων και δραστών, όταν αυτό είναι δυνατόν, και σε κάθε περίπτωση να επανεντάξει τόσο τα θύματα όσο και τους δράστες μέσα στην ευρύτερη κοινότητα. Την εκπλήρωση των παραπάνω σκοπών της η αποκαταστατική δικαιοσύνη υλοποιεί με τις αποκαταστατικές διαδικασίες, οι οποίες έχουν συνήθως τη μορφή συνεδριών και αποσκοπούν στη σύναψη συμφωνιών που αφορούν προγράμματα ή μέτρα αποζημίωσης, επανόρθωσης της βλάβης, υπηρεσίας στην κοινότητα (κοινωφελούς εργασίας) κ.α.
Έκφανση πρακτικής εφαρμογής της αποκαταστατικής δικαιοσύνης – Συνεδρίες οικογενειακών ομάδων: Μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες και αντιπροσωπευτικές πρακτικές μορφές αποκαταστατικής δικαιοσύνης είναι και αυτή των συνεδριών οικογενειακών ομάδων, πρακτική η οποία χρησιμοποιείται ευρέως σε δύο περιοχές του κόσμου, τη Νέα Ζηλανδία και τη Νότια Αυστραλία. Θεσμοθετήθηκαν για πρώτη φορά στη Νέα Ζηλανδία το 1989 με τον νόμο «Τα παιδιά, τα Νεαρά Πρόσωπα και οι Οικογένειές τους», προκειμένου να αντιμετωπισθούν όλα τα μέσης βαρύτητας αλλά και τα σοβαρά ποινικά αδικήματα που τελούνται από ανήλικους δράστες. Αποτέλεσαν, δε, ένα ριζικά νέο σύνολο πρακτικών, το οποίο, όμως, ενσωμάτωνε παλαιές παραδόσεις των αυτοχθόνων (Μαορί) για την επίλυση των διαφορών σε περιπτώσεις νεαρών δραστών αδίκων πράξεων και έτεινε στην αποφυγή της αίθουσας του ποινικού δικαστηρίου και του στιγματισμού του ποινικού μηχανισμού. Οι συνεδρίες οικογενειακών ομάδων μετεμφυτεύθηκαν από τη Νέα Ζηλανδία στη Νότια Αυστραλία και από εκεί στις περισσότερες Πολιτείες της Αμερικής και στον Καναδά, όπως επίσης και στην Ευρώπη.
Γενική ιδέα και στόχοι: η γενική ιδέα είναι ότι ο δράστης που έχει κάνει την παραδοχή της πράξης του, οι υποστηρικτές του, το θύμα καθώς και μέλη των οικογενειών τους, πρόσωπα του περιβάλλοντός τους ή ακόμη και εκπρόσωποι των φορέων του συστήματος απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, όπως αστυνομικοί, συγκεντρώνονται για να συζητήσουν για το ποινικό αδίκημα και τον αντίκτυπό του. Οι συμμετέχοντες στη συνεδρία συζητούν, προκειμένου να προτείνουν ένα «σχέδιο δράσης» για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου ποινικού αδικήματος και των συνεπειών του, το οποίο μπορεί να προβλέπει την απολογία του δράστη, την οικονομική επανόρθωση της ζημίας του θύματος ή την εργασία υπέρ αυτού ή της κοινότητας, μια απαγόρευση ή την ανάληψη μιας δέσμευσης για τη μελλοντική συμπεριφορά του δράστη κ.α. Εάν το σχέδιο δράσης δεν τηρηθεί, πράγμα σπάνιο, το δικαστήριο μπορεί να επιβάλει τις συμβατικές ποινικές κυρώσεις.
Αντίλογος έναντι του αποκαταστατικού χαρακτήρα της δικαιοσύνης και ειδικότερα έναντι των συνεδριών οικογενειακών ομάδων: 1. Ευτελισμός του εγκλήματος και επανιδιωτικοποίηση της ενδοοικογενειακής βίας: οι εγκληματίες ή οι εν δυνάμει εγκληματίες λαμβάνουν λανθασμένο μήνυμα για τη βαρύτητα των πράξεών τους, ενώ η βία μέσα στην οικογένεια επανιδιωτικοποιείται , τη στιγμή που χρειάστηκαν δεκαετίες φεμινιστικού ακτιβισμού για να την κάνουν δημόσιο θέμα, 2. Η αποτυχία αναγνώρισης της ευθύνης του δράστη: αντιθέτως: οι βαθιά ριζωμένοι τρόποι κακοποίησης που υιοθετούν οι διωκόμενοι ποινικά δράστες δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν από το σύστημα απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Η αποκαταστατική δικαιοσύνη, όμως, είναι σε θέση να προσφέρει τους τρόπους με τους οποίους θα έρθουν αυτοί αντιμέτωποι με τους παράγοντες που υποκρύπτονται στη συμπεριφορά τους, καθώς και με τις συνέπειές της στο θύμα. Προσδοκάται, ειδικότερα, ότι οι τεχνικές που χρησιμοποιεί ο δράστης για να εξουδετερώσει την ευθύνη του θα τεθούν υπό αμφισβήτηση από αυτόν τον ίδιο, με αποτέλεσμα να προβεί σε αναγνώριση της ευθύνης του αυτής. Η δε βαθιά μεταμέλεια και απολογία του – έννοιες κλειδιά στην αποκαταστατική προσέγγιση – θα διαρρήξουν τον κύκλο της κακοποίησης, 3. Η αναπαραγωγή της ανισορροπίας της εξουσίας: πολλές μορφές παιδικής γενετήσιας κακοποίησης σχετίζονται με την άσκηση εξουσίας και ελέγχου, ενώ η άσκηση αυτή είναι ιδιαιτέρως εμφανής στις οικογενειακές σχέσεις εν όψει της δομικής ανισότητας που τις χαρακτηρίζει σε μια πατριαρχική κοινωνία. Η ανισορροπία αυτή της εξουσίας μεταξύ θύματος-δράστη, μπορεί να ενισχυθεί και να αναπαραχθεί, όταν αυτοί έρθουν σε επαφή πρόσωπο με πρόσωπο, ιδιαιτέρως όταν το θύμα είναι παιδί και έχει κακοποιηθεί σεξουαλικά από ενήλικο άτομο. Το πρόβλημα αυτό συνδέεται και με την άσκηση πίεσης από τον δράστη στο θύμα, ώστε να μην είναι σε θέση αυτό να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Για τον λόγο αυτόν εμφανίζονται περιπτώσεις θυμάτων που προτιμούν να εκπροσωπηθούν από το κράτος για την καλύτερη υποστήριξη των συμφερόντων τους. Αντιθέτως: στο φόρουμ της αποκαταστατικής διαδικασίας, το θύμα μπορεί να εξηγήσει με σαφήνεια στον δράστη τις συνέπειες της κακοποίησης, ενώ οι φίλοι και τα μέλη της οικογένειάς του μπορούν να βοηθήσουν στη μείωση του συναισθήματος απομόνωσης που αυτό βιώνει, παρέχοντάς του μια υποστηρικτική βάση, ώστε να ακουστεί η φωνή του. Από την άλλη, και ο ίδιος ο δράστης μπορεί να εξηγήσει τη συμπεριφορά του προς το θύμα, ενώ ταυτοχρόνως τα αισθήματα μετάνοιας και αιδούς που αυτός βιώνει μπορούν να έχουν θεραπευτικό και αποκαταστατικό αποτέλεσμα και για το ίδιο το θύμα. 4. Ο κίνδυνος συντήρησης της κακοποίησης και επαναθυματοποίησης του παιδιού: Οι αποκαταστατικές συνεδρίες κατηγορούνται ότι είναι πιθανόν να συντηρούν την παραμονή των θυμάτων σε καταστάσεις κακοποίησης και να προκαλούν την επαναθυματοποίησή τους, εξαιτίας του άτυπου και συμφιλιωτικού τους χαρακτήρα. Όσοι υπερασπίζονται τις διαδικασίες, ωστόσο, υποστηρίζουν ότι κάθε φορά που τα θύματα ακολουθούν τη συμβατική οδό, δεν είναι αυτονόητο ότι επιθυμούν να διαλύσουν την προϋπάρχουσα σχέση τους με το δράστη ή να μην έλθουν σε επαφή μαζί του. Παρατηρούνται, για παράδειγμα, πολλές περιπτώσεις παιδιών, τα οποία, παρότι έχουν κακοποιηθεί από τους γονείς τους, επιθυμούν για μια σειρά από λόγους να παραμείνουν στο σπίτι ή να επιστρέψουν σε αυτό. Εάν, συνεπώς, η επανασύνδεση και η συνέχιση της σχέσης με το δράστη είναι ακόμη επιθυμητή, η αποκαταστατική συνεδρία, ακολουθούμενη σε ένα πρώιμο στάδιο της κακοποίησης του παιδιού, μπορεί να δημιουργήσει τις ευκαιρίες. Επιπλέον, η αποκαταστατική διευθέτηση της διαφοράς μπορεί να οδηγήσει σε αποφυγή της επαναθυματοποίησης και του τραυματισμού των παιδιών-θυμάτων γενετήσιας κακοποίησης που λαμβάνουν χώρα κατά τη συμβατική δικαστική διαδικασία, εφόσον η αίθουσα του δικαστηρίου δεν παύει να είναι ένα περιβάλλον που επιδρά εκφοβιστικά στους ανηλίκους και τους εφήβους. Η υπερασπιστική των αποκαταστατικών διαδικασιών άποψη ισχυρίζεται περαιτέρω, ότι η αποκαταστατική δικαιοσύνη μπορεί ακόμη να αυξάνει την ασφάλεια των παιδιών, ιδιαιτέρως όταν οι κοινότητες που ενσωματώνουν τις αποκαταστατικές αξίες διατηρούν δίκτυα υποστήριξης και ελέγχου, όπου είναι απαραίτητο. Κατά τον τρόπο αυτόν, μπορούν να παρεμποδίζουν τις εν λόγω συμπεριφορές, πράγμα που δεν μπορούν να επιτύχουν οι παρεμβάσεις του συμβατικού συστήματος ποινικής δικαιοσύνης, εάν ο εγκληματίας δεν υποπέσει στην αντίληψή του.
TΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ:
Κατά πόσο είναι έτοιμη η ελληνική κοινωνία και οι Έλληνες δικαστικοί λειτουργοί για την λήψη μέτρων και την εφαρμογή αποκαταστατικής δικαιοσύνης: Σύμφωνα με την Αρτινοπούλου, ένας βασικός παράγοντας δυσπιστίας της κοινής γνώμης απέναντι στην αποκαταστατική δικαιοσύνη σχετίζεται με την ίδια τη φύση και τα χαρακτηριστικά της έννοιας της αποκατάστασης: Η προσέγγιση της αποκαταστατικής δικαιοσύνη αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στα συναισθήματα του δράστη (ντροπή, μεταμέλεια, μετάνοια), του θύματος (θυμός, πικρία, μεγαθυμία) και της τοπικής κοινωνίας (συγχώρεση, δυνατότητα επικοινωνίας και επιλογής της τιμωρίας). Οι δυναμικές διεργασίες που διαμορφώνονται στο μικρο-επίπεδο των συνεδριών της διαμεσολάβησης και των κοινοτικών συνεδριών άρχισαν να γίνονται αντικείμενο μελέτης και από συναφείς επιστήμες, όπως η κοινωνική ψυχολογία, η γνωστική και η κλινική ψυχολογία. Η αποκαταστατική δικαιοσύνη προκαλεί ευρύτερο ενδιαφέρον ως αντικείμενο μελέτης και έρευνας σε όλο σχεδόν το φάσμα των κοινωνικών επιστημών. Ωστόσο δεν παρατηρείται αυξημένο επίπεδο ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης του γενικού πληθυσμού στις αξίες, τους στόχους και τις πρακτικές της αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Η μυστικότητα διεξαγωγής των διαδικασιών διαμεσολάβησης, συμφιλίωσης, κοινοτικής συνεδρίας, η μη δημοσιοποίηση της ταυτότητας του δράστη, η έλλειψη πρόσβασης στα μέσα μαζικής επικοινωνίας από τους επαγγελματίες της αποκαταστατικής δικαιοσύνης και εν τέλει η διαφοροποίηση αυτής της μορφής δικαιοσύνης από την εικόνα που προβάλλουν τα ΜΜΕ για το έγκλημα και τον εγκληματία, φαίνεται να αποτελούν μερικούς από τους λόγους που συμβάλλουν στην περιορισμένη προβολή της αποκαταστατικής δικαιοσύνης. Αντίθετα με τις παραδοσιακές μορφές επικοινωνίας (π.χ. έντυπες εφημερίδες, τηλεόραση) οι οποίες δεν προβάλλουν τα σχετικά με την αποκαταστατική δικαιοσύνη ζητήματα, το internet και οι διαδικτυακές συζητήσεις (blogs) παρέχουν άπλετο χώρο επικοινωνίας για κάθε ενδιαφερόμενο. Αποτελούν δε τα κύρια μέσα επικοινωνίας και δημοσιοποίησης των προγραμμάτων, των ακαδημαϊκών σπουδών, των επαγγελματιών κ.α. Η αναγκαιότητα πληροφόρησης και ευαισθητοποίησης τόσο σε γενικές όσο και σε ειδικές κατηγορίες πληθυσμού και επαγγελματιών αναγνωρίζεται σε υπερεθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο και αποτελεί κύριο στόχο των συλλογικών φορέων και οργανώσεων για την αποκαταστατική δικαιοσύνη.
Η στάση των Ελλήνων Δικαστικών Λειτουργών ως προς την αποκαταστατική δικαιοσύνη: Ενδιαφέρον παρουσιάζει μια έρευνα που διεξήχθη σχετικά με τη στάση των δικαστικών λειτουργών της Αθήνας και του Πειραιά όσον αφορά την αποκαταστατική δικαιοσύνη και τις πρακτικές εφαρμογές της, πιο συγκεκριμένα την ποινική διαμεσολάβηση σε περιπτώσεις παραβατικότητας ανηλίκων και ενδοοικογενειακών διαφορών, όπως υλοποιούνται στη χώρα. Η έρευνα εστιάζεται στη μελέτη των στάσεων των Ελλήνων δικαστών και εισαγγελέων που υπηρετούν στα δικαστήρια Αθηνών και Πειραιώς απέναντι στις προαναφερθείσες αλλαγές. Από το σύνολο του πληθυσμού των δικαστών και εισαγγελέων που υπηρετούσαν στα δικαστήρια Αθηνών και Πειραιώς το 2014, ήτοι 2.831 (2.431 δικαστές και 400 εισαγγελείς), εκ των οποίων οι 1.279 (που αντιστοιχεί στο 45% του συνολικού πληθυσμού) υπηρετούν στα δικαστήρια Αθηνών και Πειραιώς ( 1.026 δικαστές και 253 εισαγγελείς), επιλέχθηκε ένα δείγμα 180 ατόμων το οποίο αντιπροσωπεύει το 6% του συνόλου των δικαστών και εισαγγελέων και ταυτόχρονα το 14% του πλήθους που έχουν ως έδρα τους την Αθήνα και τον Πειραιά. Τελικά από τα 180 απεσταλμένα ερωτηματολόγια συγκεντρώθηκαν 102 άρτια συμπληρωμένα ερωτηματολόγια, αριθμός που αντιστοιχεί στο 8% του πληθυσμού που υπηρετεί σε Αθήνα και Πειραιά και στο 4% επί του συνόλου των δικαστικών λειτουργών πανελλαδικά.
Συμπεράσματα: 1. Οι δικαστικοί λειτουργοί οι οποίοι θεωρούν ότι ο σκοπός της ποινής είναι η επιβολή στο δράστη της κατάλληλης τιμωρίας, εμφανίζονται θετικοί απέναντι στην αποκαταστατική δικαιοσύνη και την εισαγωγή της ως μέρος του ποινικού συστήματος. Παρότι θα ήταν αναμενόμενο ίσως να συμβαίνει το αντίθετο, δεν προκύπτει κάτι τέτοιο από τα αποτελέσματα της έρευνας. Η στάση τους, αν και είναι δύσκολο να ερμηνευτεί, θα μπορούσε να αποδοθεί στην πιθανότητα να μην έχουν κατανοήσει επακριβώς τι αφορά η αποκαταστατική δικαιοσύνη, ποιες είναι οι αρχές που τη διέπουν και οι διαδικασίες που εφαρμόζονται στο πλαίσιο της, δεδομένου ότι εφόσον επικεντρώνονται στην επιβολή της ποινής ως απάντησης στο έγκλημα, φαίνεται, κατά συνέπεια, ότι αποδίδουν λιγότερη βαρύτητα στην ενεργό συμμετοχή του θύματος και των μελών της κοινότητας, για να αναφερθούν μόνο κάποια από τα συστατικά στοιχεία της επανορθωτικής δικαιοσύνης. Στον αντίποδα, δεν μπορεί να παραβλεφθεί και το ενδεχόμενο να γνωρίζουν καλά οι δικαστικοί λειτουργοί που συμμετείχαν στην έρευνα ότι η αποκαταστατική δικαιοσύνη αναπόφευκτα εμπεριέχει και τιμωρητικά στοιχεία, υπό την έννοια ότι οι αποκαταστατικές διαδικασίες μπορεί να καταλήξουν και σε ποινές στερητικές της ελευθερίας, συνεπώς δεν πρόκειται για μια πρακτική που απέχει πολύ από τις επαγγελματικές τους πεποιθήσεις.
2. Η μακρόχρονη επαγγελματική εμπειρία έχει αρνητική επίδραση στην αποδοχή της αποκαταστατικής δικαιοσύνης από τους δικαστικούς λειτουργούς. Οι δικαστές και εισαγγελείς που υπηρετούν στα ελληνικά δικαστήρια για πολλά έτη είναι περισσότερο επιφυλακτικοί στις νέες πρακτικές, τις οποίες χαρακτηρίζουν ως αναξιόπιστες, προβληματικές και ανεπαρκείς, επειδή θεωρούν ότι μέσω αυτών, οι δράστες μένουν τελικά ατιμώρητοι. Η στάση τους αυτή, όπως καταδεικνύεται και από άλλες έρευνες, μπορεί να αποδοθεί στην επαγγελματική τους ιδεολογία και την εξοικείωση τους με τη τυπική νομική διαδικασία. Η πολύχρονη επαγγελματική εμπειρία λειτουργεί ανασταλτικά ως προς την αποδοχή της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, καθώς σταδιακά, με την πάροδο των ετών, οι δικαστικοί λειτουργοί καθίστανται λιγότερο ευέλικτοι και λιγότερο δεκτικοί σε νέες εναλλακτικές, συγκριτικά με νεότερους συναδέλφους τους. Επιπροσθέτως, η ικανότητα αφομοίωσης νέων εναλλακτικών περιπλέκεται από την παγίωση μιας συγκεκριμένης επαγγελματικής ταυτότητας όπου υπερισχύουν οι στάσεις που ανταποκρίνονται στην κλασική ιδεολογία του ποινικού δικαίου, υπό την έννοια της αντιμετώπισης των παραβατικών πράξεων αποκλειστικά μέσω της επιβολής ποινικών κυρώσεων. Η επίδραση που φαίνεται να έχει η πολυετής επαγγελματική εμπειρία στις στάσεις των δικαστικών λειτουργών απέναντι στην αποκαταστατική δικαιοσύνη, μπορεί ακόμη να αποδοθεί και σε ενδεχόμενη απροθυμία να παραχωρήσουν μέρος της εξουσίας που τους έχει θεσμικά ανατεθεί, προκειμένου να αφήσουν χώρο για τις νέες πρακτικές και τις αλλαγές που θα σημάνουν, εύρημα στο οποίο κατέληξαν και άλλοι ερευνητές. Με βάση τα παραπάνω, προκύπτει η ανάγκη για μια πιο οργανωμένη κατάρτιση των δικαστικών λειτουργών σχετικά με την αποκαταστατική δικαιοσύνη, ήδη από τη Σχολή δικαστών, αλλά και στη συνέχεια, κατά την έναρξη της επαγγελματικής πορείας τους. Περαιτέρω η συνεχής ανατροφοδότηση γνώσης αναφορικά με το συγκεκριμένο πεδίο θα διευρύνει το θετικιστικό τρόπο θεώρησης του εγκλήματος και του εγκληματία, εστιάζοντας στην αντιμετώπιση των συνεπειών της εγκληματικής πράξης και όχι αποκλειστικά στην πράξη καθεαυτή και τελικά θα συμβάλλει θετικά στην εξοικείωση με το νέο θεσμό.
3. Ερευνητικό ενδιαφέρον παρουσιάζει και η διαφοροποίηση που καταγράφηκε σε απόψεις των δικαστικών με βάση την επαγγελματική τους ιδιότητα. Πιο συγκεκριμένα, οι εισαγγελείς σε μεγαλύτερο ποσοστό από τους δικαστές, θεωρούν ότι ο ρόλος του ποινικού συστήματος έγκειται στην αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας και του αισθήματος δικαίου. Επιπλέον, οι εισαγγελείς δείχνουν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη από τους δικαστές στις νέες μεθόδους για την αποσυμφόρηση των ελληνικών δικαστηρίων και την εξοικονόμηση κόστους και χρόνου. Από την άλλη πλευρά, οι δικαστές εμφανίζονται λιγότερο διαλλακτικοί αναφορικά με το φάσμα των επαγγελματιών που μπορούν να αναλάβουν το ρόλο του διαμεσολαβητή, συγκριτικά με τους εισαγγελείς, οι οποίοι εκφράζουν πιο σθεναρά την προτίμησή τους και σε άλλες ειδικότητες, πέραν των νομικών. Οι ανωτέρω διαφοροποιήσεις είναι δυνατό να οφείλονται στο γεγονός ότι οι εισαγγελείς είναι αυτοί στους οποίους ο Έλληνας νομοθέτης έχει αναθέσει το ρόλο του διαμεσολαβητή κατά την ποινική διαμεσολάβηση. Αυτό συνεπάγεται ότι οι εισαγγελείς, λόγω ενασχόλησης με το αντικείμενο είναι αφενός περισσότερο εξοικειωμένοι και αφετέρου έχουν άμεση γνώση των αναγκών, των ελλείψεων αλλά και των δυνατοτήτων που παρέχει ο νέος θεσμός της ποινικής διαμεσολάβησης. Σημαντικά ευρήματα για τις στάσεις των δικαστικών λειτουργών απέναντι στην αποκαταστατική δικαιοσύνη, αφορούν επίσης την καταγραφή των πρακτικών δυσκολιών οι οποίες δυσχεραίνουν την εφαρμογή της ποινικής διαμεσολάβησης. Όπως προκύπτει, η απουσία αναλυτικού θεσμικού πλαισίου με σαφείς οδηγίες φαίνεται να συμβάλει σημαντικά στη δημιουργία ενός κλίματος αβεβαιότητας, το οποίο ενδέχεται με τη σειρά του να αυξήσει την απροθυμία υιοθέτησης των νέων μεθόδων. Ομοίως, η έλλειψη υποστηρικτικών δομών αλλά και η απουσία ενός κώδικα δεοντολογίας και σαφών κατευθυντήριων γραμμών λειτουργούν αποτρεπτικά και αποθαρρύνουν τους δικαστικούς λειτουργούς να κάνουν χρήση των νέων μεθόδων. Όπως επισημάνθηκε ήδη, η ανάγκη επιμόρφωσης σχετικά με τις αρχές και τους στόχους της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, ώστε να αρθούν οι όποιες παρερμηνείες και η συνεπακόλουθη αβεβαιότητα αποδεικνύεται και από τα πορίσματα αντίστοιχων μελετών.
4. Αναφορικά με τα είδη των εγκλημάτων για την αντιμετώπιση των οποίων μπορεί να εφαρμοστεί η ποινική διαμεσολάβηση, οι δικαστικοί λειτουργοί συγκλίνουν στην άποψη ότι ενδείκνυται για κλοπές, για εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, για εγκλήματα με ανήλικους δράστες και για περιπτώσεις πλημμελημάτων που ο δράστης και το θύμα γνωρίζονται μεταξύ τους. Ωστόσο, είναι αντίθετοι με τη χρήση της σε περιπτώσεις ανθρωποκτονιών, σε εγκλήματα με θύματα παιδιά και σε μια γενικευμένη αδιαφοροποίητη χρήση της σε ενήλικους δράστες.
Επίλογος: Πρέπει η ελληνική κοινωνία, κομμάτι της οποίας αποτελούμε και εμείς οι δικαστικοί λειτουργοί, να αντιληφθεί την αναγκαιότητα της αποκατάστασης ως στόχου της δικαιοσύνης, η οποία στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα καθίσταται πιο επιτακτική από ποτέ, ιδίως στο ευαίσθητο πεδίο των ενδοικογενειακών συγκρούσεων, όπου θύτης και θύμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένοι: το ελληνικό δικαιικό σύστημα αλλά και το σύστημα αξιών και αρχών των Ελλήνων γενικότερα διέρχεται βαθιά κρίση, το σωφρονιστικό σύστημα έχει καταρρεύσει κυριολεκτικά, οι πολίτες, είτε βρίσκονται από την πλευρά του θύματος είτε από την πλευρά του δράστη αντιμετωπίζουν με ολοένα μεγαλύτερη δυσπιστία το ελληνικό ποινικό δικονομικό σύστημα, ιδίως, δε, το θύμα της ενδοοικογενειακής βίας – είτε ανήλικος είτε ενήλικος – κάθε άλλο παρά δικαίωση αισθάνεται μετά το πέρας της ποινικής διαδικασίας, η οποία τον επαναθυματοποιεί επανειλημμένα και σε βάθος χρόνου. Είναι πλέον καιρός να δοκιμάσουμε νέους τρόπους απονομής της δικαιοσύνης, νέες εφαρμογές, νέες πρακτικές εξωδικαστικής επίλυσης των διαφορών, με γνώμονα τις αρχές της εγκληματολογίας ως κοινωνικής επιστήμης και με σεβασμό στις αξίες του νομικού πολιτισμού και την οικουμενικότητα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για να γίνει αυτό εφικτό, απαιτείται πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας αλλά και ειδικευμένη επιμόρφωση των δικαστικών λειτουργών, σε εθνικό επίπεδο, ενώ ανάγκη ανακύπτει για τη θέσπιση σαφών κατευθυντηρίων γραμμών και κωδίκων δεοντολογίας προκειμένου να υιοθετηθούν και στο ελληνικό δικαιικό σύστημα οι αρχές της αποκαταστικής δικαιοσύνης.