Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΑΝΑΜΟΡΦΩΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΣΤΗΝ ΠΡΑΞΗ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

Δ. Μουχίμογλου
Πρόεδρος Πρωτοδικών
Δικαστής Ανηλίκων Αθηνών

Εισαγωγή – σύντομη ιστορική αναδρομή

Το «τιμωρητικό πρότυπο» που ίσχυε για τον ανήλικο παραβάτη στην Ελλάδα, κυρίως έως τα τέλη του 19ου αιώνα στην Ελλάδα, κατά το οποίο η κύρια αποστολή της ποινής ήταν η ανταποδοτική τιμώρηση του δράστη, δηλαδή «να πληρώσει» για το έγκλημά του, ώστε να προκαλέσει με την καταδίκη του ένα ψυχολογικό καταναγκασμό στα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας να συμμορφώνονται με τις διατάξεις του νόμου, διαδέχθηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, το «προνοιακό πρότυπο», βασικό χαρακτηριστικό του οποίου είναι ότι δεν ενδιαφέρεται τόσο για την παράνομη συμπεριφορά του ανηλίκου όσο κυρίως για την ίδια την προσωπικότητά του και τις δυνατότητες βελτίωσής της. Νομοθέτης και δικαστής δίνουν έμφαση σε μέτρα διαπαιδαγώγησης και πρόνοιας με σκοπό τη βελτίωση της προσωπικότητας του παραβάτη, τα οποία λαμβάνονται όχι εξ αιτίας της παράνομης συμπεριφοράς αλλά εξ΄αφορμής της. Κατά την αντίληψη αυτή, εφόσον για τις επιβαλλόμενες κυρώσεις δεν λαμβάνονταν ιδιαιτέρως υπόψη ούτε τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν στο θύμα, ούτε και το είδος της παράβασης του ανηλίκου, επαφιόταν στη διακριτική ευχέρεια του δικαστή τόσο η διάρκεια όσο και τα κριτήρια επιβολής μιας κύρωσης, η βαρύτητα της οποίας δεν τελούσε κατ΄ανάγκη σε αναλογία με τη βαρύτητα της παράβασης, ενώ επιπλέον, επικρατούσε η αντίληψη ότι ο παραβάτης δεν χρειαζόταν ν΄απολαμβάνει πληθώρας συνταγματικών δικαιωμάτων και αντιλήψεων [όπως λ.χ. το δικαίωμα ακρόασης, νομικής εκπροσώπησης και προσφυγής σε ανώτερη δικαστική αρχή] επειδή τέτοιες διευκολύνσεις θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο την επιτυχία του προγράμματος. Επομένως, με τις ασαφείς και περίπου αυθαίρετες ουσιαστικές και δικονομικές προϋποθέσεις που έτασσε το προνοιακό σύστημα, εύκολα ο ανήλικος στερείτο την προσωπική του ελευθερία με εισαγωγή του σε αναμορφωτικό ίδρυμα [λόγω «ηθικής παρεκτροπής»] ή σε σωφρονιστικό κατάστημα [λόγω «αλητείας» κατά το ήδη καταργηθέν άρθρο 408 Π.Κ.]. ΄Ετσι, το προνοιακό σύστημα εύκολα μπορούσε να μετατραπεί σε απαράδεκτο μέσο πατερναλιστικής καταπίεσης και αυθαίρετου περιορισμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Το προνοιακό πρότυπο διαδέχθηκε το «δικαιικό πρότυπο» που διαπνέει τα τελευταία χρόνια τις ποινικές νομοθεσίες των περισσότερων χωρών της Δυτικής Ευρώπης και της Β. Αμερικής. Σε σύγκριση με το προνοιακό πρότυπο, το δικαιικό διαφοροποιείται στο ότι: α] οι επιβαλλόμενες κυρώσεις είναι καταρχήν ανάλογες προς την συγκεκριμένη αξιόποινη πράξη που τέλεσε ο ανήλικος, δηλ. δεν μπορούν να είναι βαρύτερες από την ίδια την παράβαση [αρχή αναλογικότητας] β] τα κριτήρια επιβολής και η διάρκεια μιας κύρωσης πρέπει να είναι σαφή και ορισμένα γ] ο εγκλεισμός του δράστη είναι το έσχατο μέσο [ultima ratio] αντιμετώπισης της νεανικής παραβατικότητας και δ] αυτονόητη προϋπόθεση ποινικής μεταχείρισης του δράστη είναι ο σεβασμός των συνταγματικών του δικαιωμάτων και εγγυήσεων. Στην Ελλάδα, το ισχύον δίκαιο ανηλίκων, συνιστά μία σύζευξη, ένα συγκερασμό του προνοιακού και δικαιικού προτύπου, δηλαδή της προσωπικότητας του δράστη και των αναγκών της με τη βαρύτητα της αξιόποινης πράξης, ήτοι η προσοχή επικεντρώνεται στην παράλληλη συνεκτίμηση και των δύο αυτών παραμέτρων του ζητήματος δηλαδή και του παραβάτη και της παράβασης.
Ι. Τα ισχύοντα σήμερα αναμορφωτικά – θεραπευτικά μέτρα και οι προϋποθέσεις επιβολής του ποινικού σωφρονισμού
Α] Αναμορφωτικά μέτρα [άρθρο 122 Π.Κ.]
Τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα προβλέπονται για όλους τους παραβατικούς ανηλίκους ηλικίας 8 – 18 ετών συμπληρωμένων. Ήδη, με το ν. 3189/2003 και με βάση τις σύγχρονες τάσεις για «αποϊδρυματοποίηση», ο κατάλογος των αναμορφωτικών μέτρων εμπλουτίστηκε με σειρά σύγχρονων μέτρων τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 122 Π.Κ. και είναι τα εξής, με σειρά από τα ηπιότερα προς τα αυστηρότερα:
α] η επίπληξη, δηλ. η αποδοκιμασία της πράξης του ανηλίκου από το Δικαστήριο. Πρόκειται για παραινέσεις με έντονο προειδοποιητικό χαρακτήρα προς τον ανήλικο και τους γονείς του.
β] η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου στους γονείς ή στους επιτρόπους του. Σκοπός του μέτρου είναι η ενίσχυση της ευθύνης αυτών των ανθρώπων στη διαπαιδαγώγηση του ανηλίκου, οπότε δεν αποκλείεται η επιβολή σε αυτούς ποινής κατ΄άρθρο 360 Π.Κ. για παραμέληση εποπτείας ανηλίκου και κατ΄άρθρο 409 Π.Κ. για παραμέληση αποτροπής από επαιτεία ή αλητεία.
γ] η ανάθεση της υπεύθυνης επιμέλειας του ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια, δηλ. επιδοτούμενη από το Κράτος ή και οικογένεια που δέχεται τον ανήλικο από εθελοντισμό.
δ] η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες [Ε.Π.Α.], σε προνοιακά ιδρύματα ανηλίκων ή σε επιμελητές ανηλίκων της Υπηρεσίας Επιμελητών Ανηλίκων.
ε] η συνδιαλλαγή μεταξύ θύματος και ανήλικου δράστη για έκφραση συγγνώμης και για εν γένει εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης, για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω.
στ] η αποζημίωση του θύματος ή κατ΄άλλον τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης από τον ανήλικο, κυρίως όταν δεν είναι εφικτή η συνδιαλλαγή του ανήλικου δράστη με το θύμα του [και για το μέτρο αυτό θα γίνει λόγος κατωτέρω]
ζ] η παροχή κοινωφελούς εργασίας από τον ανήλικο, δηλαδή η χωρίς αμοιβή απασχόλησή του σε δημόσιους ή δημοτικούς φορείς [ομοίως για το μέτρο αυτό θα μιλήσουμε εκτενέστερα κατωτέρω]
η] η παρακολούθηση από τον ανήλικο κοινωνικών και ψυχολογικών προγραμμάτων σε κρατικούς, δημοτικούς, κοινοτικούς ή ιδιωτικούς φορείς
θ] η φοίτηση του ανηλίκου σε σχολές επαγγελματικής ή άλλης εκπαίδευσης ή κατάρτισης
ι] η παρακολούθηση από τον ανήλικο ειδικών προγραμμάτων κυκλοφοριακής αγωγής, μέτρο το οποίο εφαρμόζεται ιδίως σε ποινικές παραβάσεις του Κ.Ο.Κ.
ια] η ανάθεση της εντατικής επιμέλειας και επιτήρησης του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή επιμελητές ανηλίκων, που επιβάλλεται σε σοβαρά αδικήματα που διέπραξε ο ανήλικος, οπότε είναι αναγκαία η ιδιαίτερη ενασχόληση με τον ανήλικο από άποψη χρόνου και ποιοτικών επαφών προς διαπαιδαγώγηση και συμβουλευτική αυτού υποστήριξη και
ιβ] η τοποθέτηση του ανηλίκου σε κατάλληλο κρατικό, δημοτικό ή ιδιωτικό ίδρυμα αγωγής, όπου πρόκειται για αναγκαστικό εγκλεισμό του ανηλίκου σε Ίδρυμα. Πρόκειται για το επαχθέστερο αναμορφωτικό μέτρο, το οποίο επιβάλλεται πλέον, σύμφωνα με τις τελευταίες τροποποιήσεις του δικαίου των ανηλίκων [άρθρο 25 ν. 4356/22-12-2015], για κακουργηματικές μόνο πράξεις και εφόσον ο ανήλικος έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του. Το μόνο δε ίδρυμα αγωγής που λειτουργεί στη χώρα μας είναι το ίδρυμα αγωγής ανηλίκων αρένων Νέας Ιωνίας Βόλου.
Β] Θεραπευτικά μέτρα [άρθρο 123 Π.Κ.]
Όταν η κατάσταση του ανηλίκου απαιτεί ιδιαίτερη μεταχείριση και ειδικά όταν αυτός πάσχει από ψυχική ασθένεια ή τελεί σε νοσηρή διατάραξη των πνευματικών του λειτουργιών, ή από οργανική νόσο ή κατάσταση που του δημιουργεί σοβαρή σωματική δυσλειτουργία ή του έχει γίνει έξη η χρήση οινοπνευματωδών ποτών ή ναρκωτικών ουσιών και δεν μπορεί να την αποβάλει με τις δικές του δυνάμεις ή εμφανίζει ανώμαλη καθυστέρηση στην πνευματική και την ηθική του ανάπτυξη, τότε το Δικαστήριο επιβάλλει, κατά σειρά βαρύτητας, τα εξής θεραπευτικά μέτρα:
α] ανάθεση της υπεύθυνης επιμελείας του στους γονείς, στους επιτρόπους του ή στην ανάδοχη οικογένεια
β] ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου σε προστατευτικές εταιρείες ή σε επιμελητές ανηλίκων
γ] παρακολούθηση από τον ανήλικο συμβουλευτικού θεραπευτικού προγράμματος [π.χ. στο ΚΕ.Θ.Ε.Α.] και
δ] παραπομπή του ανηλίκου σε θεραπευτικό ή άλλο κατάστημα. Τα θεραπευτικά μέτρα επιβάλλονται ύστερα από διάγνωση και γνωμοδότηση από εξειδικευμένη ομάδα ιατρών, ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών, η οποία δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα για το Δικαστήριο.
Τα αναμορφωτικά και θεραπευτικά μέτρα δεν συνιστούν ποινές, είναι sui generis μέτρα που αποσκοπούν στη διαπαιδαγώγηση και αναμόρφωση του ανήλικου παραβάτη. Για το λόγο τούτο οι σχετικές αποφάσεις δεν μπορούσαν να προσβληθούν με ένδικα μέσα. Με την τροποποίηση της παρ.1 του άρθρου 489 Κ.Π.Δ., [άρθρο 26 ν. 3904/2010] προβλέπεται πλέον η δυνατότητα άσκησης έφεσης και κατά των αποφάσεων του μονομελούς και τριμελούς δικαστηρίου ανηλίκων με τις οποίες επιβλήθηκαν στην ανήλικο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα.
Γ] Ποινικός σωφρονισμός [άρθρο 127 Π.Κ.]
Στο σημείο αυτό πρέπει να σημειώσουμε ότι έχουμε δύο κατηγορίες ανηλίκων αναφορικά με την ποινική ευθύνη που υπέχουν. Είναι οι ποινικώς ανεύθυνοι και οι ποινικώς υπεύθυνοι. Ποινικώς ανεύθυνοι είναι οι ανήλικοι που κατά τον χρόνο τέλεσης της άδικης πράξης είναι ηλικίας από 8-15 ετών, οπότε η αξιόποινη πράξη δεν τους καταλογίζεται και επιβάλλονται σε αυτούς μόνο αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα. Ενώ, ποινικώς υπεύθυνοι, κατά την τελευταία τροποποίηση του άρθρου 127 Π.Κ. με το άρθρο 26 του ν. 4356/24-12-2015, είναι οι ανήλικοι που κατά τον χρόνο τέλεσης της άδικης πράξης είναι ηλικίας 15 ετών συμπληρωμένο και στους οποίους μπορεί να επιβληθεί ως ποινική κύρωση ο ποινικός σωφρονισμός, δηλαδή ο εγκλεισμός τους σε κατάστημα κράτησης νέων [φυλακή] και μόνο στις περιπτώσεις που έχουν τελέσει πράξη την οποία αν τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα απειλούμενο με την ποινή της ισόβιας κάθειρξης, καθώς και για την πράξη του βιασμού [άρθρο 336 Π.Κ.] εφόσον τελέσθηκε σε βάρος προσώπου νεότερου από 15 ετών. Ομοίως, ποινικός σωφρονισμός μπορεί να επιβληθεί και σε ανήλικο που έχει συμπληρώσει το 15ο έτος της ηλικίας του και του έχει επιβληθεί το αναμορφωτικό μέτρο της τοποθέτησής του σε ίδρυμα αγωγής, εάν μετά την τοποθέτησή του στο ίδρυμα αγωγής τελέσει έγκλημα το οποίο αν το τελούσε ενήλικος θα ήταν κακούργημα. Η επιβολή του ποινικού σωφρονισμού αποφεύγεται στο μέτρο του δυνατού και γίνεται χρήση του ως έσχατου καταφυγίου με ειδικά αιτιολογημένη απόφαση, στην οποία ορίζεται επακριβώς η διάρκεια του ποινικού σωφρονισμού και ο λόγος για τον οποίο στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν κρίθηκαν επαρκή τα αναμορφωτικά ή θεραπευτικά μέτρα, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων συνθηκών τέλεσης της πράξης και της προσωπικότητας του ανηλίκου.
ΙΙ. Aναμορφωτικά μέτρα πρόσφορα εφαρμογής αποκαταστατικών – επανορθωτικών πρακτικών
Το δίκαιο των ανηλίκων αποτελεί πρόσφορο έδαφος εφαρμογής αποκαταστατικών – επανορθωτικών πρακτικών λόγω του ότι στοχεύει στη διαπαιδαγώγηση και όχι στην τιμωρία του ανήλικου δράστη με αντίστοιχο στιγματισμό του από την τυπική διαδικασία απονομής της ποινικής δικαιοσύνης. Ως προελέχθη, σκοποί της αποκαταστατικής δικαιοσύνης είναι α] ο δράστης να αναλάβει την ευθύνη του από την άδικη πράξη που τέλεσε και να αντιληφθεί τις συνέπειές της β] να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα επανόρθωσης της βλάβης των θυμάτων ή της κοινότητας ως έμμεσου θύματος και γ] να οδηγήσει τα μέρη, δηλαδή τον δράστη και το θύμα σε συμφιλίωση με επανένταξη του δράστη στην κοινότητα, καθόσον το έγκλημα συνιστά πρωτίστως πράξη που διαρρηγνύει τις ανθρώπινες σχέσεις.
Aπό τα προεκτεθέντα αναμορφωτικά μέτρα, τρία είναι εκείνα που η εφαρμογή τους συνιστά έκφραση της λεγόμενης επανορθωτικής – αποκαταστατικής δικαιοσύνης, ιδίως για τις περιπτώσεις αδικημάτων μειωμένης βαρύτητας: α] η συνδιαλλαγή μεταξύ θύματος και ανήλικου δράστη για έκφραση συγγνώμης και για εν γένει εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης β] η αποζημίωση του θύματος ή κατ΄άλλον τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης από τον ανήλικο και γ] η παροχή κοινωφελούς εργασίας από τον ανήλικο. Ας τα δούμε καθένα χωριστά και πώς εφαρμόζονται στην πράξη.
1.Συνδιαλλαγή μεταξύ θύματος και ανήλικου δράστη για έκφραση συγγνώμης και για εν γένει εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης
Το μέτρο αυτό μπορεί να εφαρμοστεί μόνο στα αδικήματα που υπάρχει θύμα [κλοπές, απάτες, σωματικές βλάβες, εξυβρίσεις, φθορές ξένης ιδιοκτησίας κ.λ.π.]. Επομένως δεν μπορεί να εφαρμοστεί λ.χ. σε ποινικές παραβάσεις του Κ.Ο.Κ. που απαντώνται συχνότατα στην ανήλικη παραβατικότητα [οδήγηση οχήματος ή μοτ/τας άνευ άδειας ικανότητας οδήγησης] ή σε παραβάσεις της νομοθεσίας περί ναρκωτικών. Η συνδιαλλαγή μεταξύ θύματος και ανήλικου δράστη προϋποθέτει την απ΄ ευθείας επαφή του ανηλίκου με το θύμα με την βοήθεια και την επίβλεψη ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή, ενός προσώπου δηλαδή κατάλληλα εκπαιδευμένου ώστε να αντιληφθεί τις ανάγκες των θυμάτων με αμεροληψία και ουδετερότητα, τηρώντας τις αναγκαίες αποστάσεις από τα μέρη της συνδιαλλαγής. Ειδικά δε όταν, τόσο ο δράστης όσο και το θύμα είναι ανήλικοι, τότε έχουν ιδιαίτερη ανάγκη ενημέρωσης και καθοδήγησης κατά τη διαδικασία της συνδιαλλαγής. Τον ρόλο αυτό αναλαμβάνει εν προκειμένω ο Επιμελητής Ανηλίκων που λειτουργεί στην εφαρμογή του μέτρου τούτου ως διαμεσολαβητής. Κατά τη διαδικασία της συνδιαλλαγής, του διαλόγου δηλαδή που ανοίγεται μεταξύ δράστη και θύματος, το μεν θύμα – παθών έχει τη δυνατότητα τα εκφράσει τα συναισθήματά του, το θυμό, την πικρία του και τα αρνητικά συναισθήματα που προκάλεσε σε αυτόν το έγκλημα, ενώ ταυτόχρονα ο δράστης, αναλαμβάνοντας την ευθύνη και τις συνέπειες της πράξης του, εκφράζει τη συγγνώμη του που συνήθως συνοδεύεται με μια προσπάθεια αποκατάστασης της βλάβης του παθόντος. Άλλωστε το ζητούμενο για τα θύματα, βάσει δεδομένων εμπειρικών ερευνών, δεν είναι κυρίως η αποκατάσταση της υλικής τους ζημίας αλλά η ηθική τους ικανοποίηση. Βασική προϋπόθεση βέβαια για να ξεκινήσει η διαδικασία της συνδιαλλαγής είναι η αποδοχή του δράστη της πράξης που τέλεσε, ήτοι η ομολογία του ως προς τα πραγματικά περιστατικά της πράξης. Χωρίς αυτό το προαπαιτούμενο η εφαρμογή του μέτρου στερείται σημασίας.
Η εφαρμογή του μέτρου στην πράξη. Η ίδια η διατύπωση του συγκεκριμένου αναμορφωτικού μέτρου που κάνει λόγο «για εν γένει εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης» παραπέμπει σε εξωδικαστηριακή «κατά παρέκκλιση διαδικασία» από την τυπική διαδικασία που ακολουθεί το δικαστήριο κατά την κύρια ακροαματική διαδικασία. Η επιβολή επομένως του μέτρου αυτού με απόφαση του δικαστηρίου, κατά την άποψή μου, έρχεται σε αντίθεση με την ίδια τη φύση και το σκοπό της διάταξης που είναι η εκούσια προσπάθεια των μερών να συμφιλιωθούν. Η συνδιαλλαγή χρειάζεται προετοιμασία. Ωστόσο, αν αυτή έχει αποτύχει κατά το στάδιο της προδικασίας [εφαρμογή του άρθρου 45Α Κ.Π.Δ.], κατά τα προλεχθέντα της κ. Εισαγγελέως, τούτο δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να επιχειρηθεί κατά το στάδιο της κύριας διαδικασίας. Η επιβολή όμως του μέτρου αυτού από το Δικαστήριο κατά το πέρας της ακροαματικής διαδικασίας και εφόσον καταφαθεί ότι ο δράστης τέλεσε την πράξη, αναιρεί την ίδια τη φύση του μέτρου, αφού στην περίπτωση αυτή, άνευ οποιασδήποτε προετοιμασίας και ενημέρωσης των μερών για το τι θα ακολουθήσει, δράστης και θύμα οδηγούνται πλέον «υποχρεωτικά» σε συνδιαλλαγή, ως επιβληθείσα πλέον ποινική κύρωση που εξαναγκάζει τα μέρη σε συμβιβασμό χωρίς να ερωτηθούν αν δέχονται να συνδιαλλαχθούν. Επομένως, στην περίπτωση αυτή, όπου το εν λόγω μέτρο επιβάλλεται με απόφαση του δικαστηρίου, ως συμβαίνει στη δικαστηριακή πρακτική, ακυρώνεται ο αποκαταστατικός του σκοπός και η συναινετική συμφιλίωση των μερών μετατρέπεται σε στείρα υποχρέωση. Ελλείψει δε διαδικαστικού πλαισίου διεξαγωγής της διαμεσολάβησης, γεγονός που δεν υποβοηθεί καθόλου την ομοιόμορφη εφαρμογή του μέτρου στην πράξη, ας εξετάσουμε πώς θα μπορούσε να εφαρμοστεί το αναμορφωτικό αυτό μέτρο κατά το διάστημα που μεσολαβεί από την άσκηση της ποινικής δίωξης και την παραπομπή του δράστη στο δικαστήριο ανηλίκων μέχρι την ακροαματική διαδικασία. Στο διάστημα αυτό ο επιμελητής ανηλίκων στον οποίο έχει χρεωθεί η υπόθεση μπορεί να δράσει διαμεσολαβητικά. Στην περίπτωση που ο επιμελητής έχει καταφέρει να επικοινωνήσει και να έρθει σε επαφή τόσο με τον ανήλικο δράστη, όσο και με το θύμα, μπορεί να προχωρήσει, κατόπιν ενημέρωσης και προετοιμασίας των μερών, στη συμφιλίωσή τους και την συμβιβαστική επίλυση της διαφοράς, εφόσον βέβαια ο δράστης αποδέχεται ότι τέλεσε την πράξη. Αν η διαμεσολάβηση αποβεί επιτυχής και τα μέρη συμφιλιωθούν με έκφραση συγγνώμης εκ μέρους του δράστη και αποδοχή αυτής από το θύμα ή και με ενδεχόμενη επιπλέον συμβολική ή πλήρη αποκατάσταση της βλάβης που υπέστη, τότε ο επιμελητής με σύνταξη σχετικής έκθεσης, θα ενημερώσει το δικαστήριο κατά την ακροαματική διαδικασία για την επίτευξη της συνδιαλλαγής. Στην περίπτωση αυτή το δικαστήριο, στα μεν κατ΄έγκληση διωκόμενα εγκλήματα, μπορεί να προχωρήσει σε οριστική παύση της ποινικής δίωξης, εκτιμώντας τη συμφιλιωτική ειρήνευση του αγαθού που επλήγη ως ανάκληση της έγκλησης, οπότε αποφεύγει να αποφανθεί ότι ο ανήλικος δράστης τέλεσε την πράξη, ενώ στα αυτεπαγγέλτως διωκόμενα εγκλήματα μπορεί ν΄αποφανθεί ότι ο ανήλικος δράστης δεν χρήζει επιβολής οιουδήποτε αναμορφωτικού μέτρου λόγω εξώδικης επιτυχούς συνδιαλλαγής. Αν η συνδιαλλαγή αποτύχει, το δικαστήριο θα επιβάλλει άλλο αναμορφωτικό μέτρο που κατά την κρίση του θα είναι το προσφορότερο για την προσωπικότητα του δράστη και ανάλογο της βαρύτητας της πράξης που τέλεσε. Στην περίπτωση τώρα που η επαφή με το θύμα δεν κατέστη δυνατή, με συνακόλουθη αδυναμία του επιμελητή να επιχειρήσει οποιαδήποτε διαμεσολάβηση, τότε δράστης και θύμα συναντώνται το πρώτον κατά την ακροαματική διαδικασία. Το δικαστήριο μπορεί, κατά την ακροαματική διαδικασία και εφόσον ο δράστης ομολογεί την πράξη του, να διερευνήσει με σχετικές ερωτήσεις σε αμφότερα τα μέρη, αν υπάρχουν περιθώρια συναινετικής επίλυσης της διαφοράς ή ακόμη μπορεί και να προτρέψει τα μέρη σε συνδιαλλαγή, εκθέτοντας τα οφέλη που και οι δύο πλευρές μπορούν να αποκομίσουν. Αν τα διάδικα μέρη αντιμετωπίσουν θετικά την εκδοχή αυτή, τότε το δικαστήριο, αναβάλλοντας την εκδίκαση της υπόθεσης σε μεταγενέστερο χρόνο, μπορεί να παραπέμψει την υπόθεση σε διαμεσολάβηση, προκειμένου τα μέρη να ενημερωθούν και να προχωρήσουν με την καθοδήγηση του επιμελητή σε συνδιαλλαγή. Κατά δε την μετ΄αναβολήν δίκη, το δικαστήριο, αναλόγως με την επιτυχή ή μη έκβαση της συνδιαλλαγής, θα αποφανθεί κατά τα προαναφερόμενα [ δηλ. οριστική παύση της ποινικής δίωξης ή μη ανάγκη επιβολής κάποιου αναμορφωτικού μέτρου ή επιβολή άλλου καταλληλότερου]. Οι παραπάνω προτεινόμενες επιλογές, κατά τις οποίες το δικαστήριο διαδραματίζει σημαντικό ρόλο χωρίς να επιβάλει το ίδιο ως ποινική κύρωση το μέτρο της συνδιαλλαγής ανηλίκου δράστη και θύματος, εκτιμώ ότι εναρμονίζονται με το χαρακτήρα και τη φύση του μέτρου, κυρίως δε επιτυγχάνεται στην πράξη η εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης, που συμβαδίζει και με το γράμμα του νόμου.
Μέχρι σήμερα, δεν υπάρχει ρύθμιση εκ του νόμου του διαδικαστικού πλαισίου διεξαγωγής του εν λόγω μέτρου, με αποτέλεσμα να μην αντιμετωπίζονται σημαντικά ζητήματα, όπως η προθεσμία και ο τρόπος παροχής της συναίνεσης των μερών, το περιεχόμενο της τελευταίας, η δυνατότητα ανάκλησης της σχετικής συναίνεσης χωρίς συνέπειες, το δικαίωμα νομικής συμπαράστασης και αρωγής δράστη και θύματος, η δυνατότητα συμμετοχής των γονέων ειδικά στην περίπτωση των ανήλικων δραστών, η σύνταξη έκθεσης μετά το πέρας της συνδιαλλαγής, η προθεσμία μέσα στην οποία αυτή πρέπει να ολοκληρωθεί κ. ά. Η τήρηση ορισμένων κατευθυντηρίων αρχών είναι αναγκαία για την διασφάλιση και την προστασία των δικαιωμάτων των μερών, αλλά και την τήρηση των διαδικαστικών τους εγγυήσεων. Οι δε επιμελητές ανηλίκων πρέπει να είναι κατάλληλα εκπαιδευμένοι για να εξασφαλίζεται η αμεροληψία και ουδετερότητα που απαιτεί η ορθή εφαρμογή του μέτρου, καθώς από τη φύση του ρόλου τους έρχονται πρωτίστως σε επαφή με τους δράστες και τα συγγενικά τους πρόσωπα με στόχο την ανεύρεση του καταλληλότερου γι αυτούς αναμορφωτικού μέτρου, το οποίο και θα προτείνουν στο δικαστήριο. Συνεπώς, εκ της φύσεως του έργου τους «ταυτίζονται» περισσότερο με τον δράστη ως τον περισσότερο αδύναμο κρίκο που χρήζει προστασίας λόγω της ανηλικότητάς του και λιγότερο με το θύμα, με αποτέλεσμα το κύριο έργο τους να αντιβαίνει στο ρόλο του αμερόληπτου και ουδέτερου διαμεσολαβητή.
2.Η αποζημίωση του θύματος ή η κατ΄άλλον τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης
Το μέτρο αυτό εφαρμόζεται κυρίως όταν δεν είναι εφικτή η συνδιαλλαγή του ανήλικου δράστη με το θύμα του, λόγω της άρνησης για παράδειγμα του θύματος να συμμετάσχει. Σκοπό έχει να θέσει τον ανήλικο δράστη προ των ευθυνών του, ώστε να αντιληφθεί το μέγεθος της βλάβης που προξένησε. Η επανόρθωση της βλάβης αποτελεί στόχο των αποκαταστατικών διαδικασιών. Αποτελεί μερικότερη έννοια και εμπεριέχεται στο προηγούμενο μέτρο της συνδιαλλαγής ανηλίκου δράστη – θύματος, εφόσον στην τελευταία συμπεριλαμβάνεται και η αποζημίωση του θύματος ή η κατ΄άλλον τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης. Άλλον δε τρόπο άρσης ή μείωσης των συνεπειών της πράξης μπορεί να συνιστά οποιαδήποτε πράξη επανόρθωσης και όχι μόνο η επανόρθωση της βλάβης σε χρήμα όπως π.χ. μπορεί να είναι η παροχή προσωπικής εργασίας στο κατάστημα του θύματος που ο ανήλικος δράστης προκάλεσε φθορές ή αφαίρεσε αντικείμενα. Η επιβολή του μέτρου αυτού επιτελεί τον αποκαταστατικό του σκοπό όταν έχει ήδη χωρήσει η επικοινωνία του θύματος με τον δράστη, η οποία δίνει τη δυνατότητα της επανόρθωσης της ρήξης που προκάλεσε το έγκλημα. Στο νόμο δεν διευκρινίζεται αν με τον όρο αποζημίωση εννοείται η πλήρης κάλυψη της ζημίας του θύματος. Επειδή όμως η επανορθωτική αξία του εν λόγω μέτρου έγκειται στην καταβολή της αποζημίωσης από τον ίδιο τον ανήλικο, όπως τούτο άλλωστε ρητά αναφέρεται και στην εισηγητική έκθεση του ν. 3189/2003, το ύψος της αποζημίωσης ή η κατ΄άλλον τρόπο επανόρθωση της βλάβης του θύματος, θα πρέπει να γίνεται στο μέτρο των δυνατοτήτων του ανηλίκου και να μην ξεπερνά ένα ανώτατο όριο, ανάλογο και των ικανοτήτων του. Η αποζημίωση δηλαδή θα πρέπει να εκπληρώνεται από τον ανήλικο «κατά δύναμη» και με βάση τους πόρους του.
3.Η παροχή κοινωφελούς εργασίας
Η παροχή κοινωφελούς εργασίας είναι η χωρίς αμοιβή απασχόληση του ανηλίκου παραβάτη σε ένα έργο κοινωνικής αλληλεγγύης, όπως κηπουρικών εργασιών, εργασιών δασοπυρόσβεσης, δενδροφύτευσης, καθαρισμού ακτών, εργασιών σε νοσηλευτικά ιδρύματα, σε ιδρύματα αποκατάστασης ηλικιωμένων κ. ά. Αποτελεί δομικό μέτρο της αποκαταστατικής δικαιοσύνης, καθώς παρέχεται από τον ανήλικο στην κοινότητα ως επανόρθωση της βλάβης που της προκάλεσε με την πράξη του, όπως στην περίπτωση διακεκριμένων φθορών πραγμάτων που χρησιμεύουν για κοινό όφελος, προσβολή της δημόσιας τάξης, παρακώλυση συγκοινωνιών κ.ά. Επειδή το εν λόγω μέτρο ενέχει τιμωρητικά στοιχεία, η εφαρμογή του κατά το στάδιο της προδικασίας από τον Εισαγγελέα θα πρέπει να γίνεται με σύνεση ώστε να μην παραβιάζεται το τεκμήριο αθωότητας. Τέτοιος κίνδυνος βέβαια δεν ελλοχεύει όταν η κοινωφελής εργασία επιβάλλεται με απόφαση του δικαστηρίου, μετά την ολοκλήρωση της ποινικής διαδικασίας και εφόσον καταφαθεί ότι ο ανήλικος τέλεσε την αποδιδόμενη σε αυτόν πράξη. Ελλείψει συγκεκριμένης νομοθετικής ρύθμισης, γεννώνται δύο ζητήματα 1] αν για την επιβολή του μέτρου αυτού θα απαιτείται ή όχι η συναίνεση του ανηλίκου ή και των γονέων του και 2] ποία θα είναι η διάρκειά του και ο ανώτατος επιτρεπτός αριθμός ωρών εκτέλεσης του μέτρου σε ημερήσια και εβδομαδιαία βάση. Ως προς το πρώτο ζήτημα, κατά την εισηγητική έκθεση του ν. 3189/2003, το μέτρο, λόγω του κατ΄εξοχήν διαπαιδαγωγικού του χαρακτήρα, επιβάλλεται από το δικαστήριο ανηλίκων ανεξάρτητα από τη συναίνεση του ανηλίκου ή των γονέων του, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι όταν υπάρχει έντονη αντίδραση θα επιβληθεί το μέτρο ούτως ή άλλως. Η επικρατούσα άποψη είναι ότι η συναίνεση αυτή θα πρέπει να προϋπάρχει βάσει της απαγόρευσης οποιασδήποτε μορφής αναγκαστικής εργασίας από το Σύνταγμα [άρθρο 22 παρ.4]. Αντίλογος της άποψης αυτής είναι ότι η σωρευτική προϋπόθεση της συναίνεσης τόσο του ανηλίκου όσο και των γονέων του, θα δυσχεράνει ιδιαίτερα την επιβολή του μέτρου, ενώ επιπλέον οι συνήγοροι των ανηλίκων θα τους προτρέπουν να μην συναινούν για να τους επιβληθεί άλλο ηπιότερο, γεγονός που θα καταστήσει το μέτρο ημι-ενεργό αν όχι ανενεργό. Στην πράξη ωστόσο, το Δικαστήριο θέλει και ζητά τη συναίνεση του ανηλίκου, όχι τόσο ένεκα των παραπάνω συνταγματικών απαγορεύσεων, αλλά για λόγους καθαρά ουσιαστικούς. Αν ο ανήλικος δεν συναινέσει συνειδητά στην παροχή εκ μέρους του κοινωφελούς εργασίας, κατανοώντας την απαξία της πράξης του με αντίστοιχη θέληση αποκατάστασης της βλάβης που επέφερε, απλούστατα δεν θα την παρέχει ή θα την παρέχει πλημμελώς. Δεν είναι λίγες οι φορές που επιβάλλεται ως μέτρο η παροχή κοινωφελούς εργασίας, κατόπιν συναίνεσης του ανηλίκου και αυτός ουδέποτε εμφανίζεται στον κοινωνικό φορέα που του υπεδείχθη για την παροχή της εργασίας του. Συνεπώς, η συναίνεση, αν δεν είναι συνειδητή, δεν εγγυάται την εκτέλεση του μέτρου από τον ανήλικο. Τώρα, ως προς το ζήτημα του είδους της εργασίας, της διάρκειας αυτής και του ανώτατου επιτρεπτού ωρών εκτέλεσης σε ημερήσια και εβδομαδιαία βάση, αυτό θα πρέπει να κρίνεται βάσει της αρχής της αναλογικότητας ως προς τη βαρύτητα της πράξης, τις συνθήκες διαβίωσης του ανηλίκου και την προσωπικότητά του, λαμβανομένων υπόψη της κατάστασης της υγείας του, των δεξιοτήτων του, των σχολικών του υποχρεώσεων και της ιδιοσυγκρασίας του. Η εφαρμογή του μέτρου είναι επιτυχής όταν η κοινωφελής εργασία παρέχεται κοντά στον τόπο διαμονής του ανηλίκου, το είδος της εργασίας ανταποκρίνεται στις κλίσεις του, καθίσταται δε επωφελέστερη για τον ανήλικο όταν του παρέχει τη δυνατότητα εκμάθησης κάποιας τέχνης ή άλλης επικερδούς εργασίας. Ωστόσο, η παροχή κοινωφελούς εργασίας δεν πρέπει να ξεπερνά τις 3 ώρες ημερησίως, τις 15 ώρες εβδομαδιαίως και συνολικά τις 50 – 60 ώρες, ούτε το χρονικό διάστημα των έξι [6] μηνών. Υπέρβαση των άνω ορίων είναι δυνατή σε κακουργηματικές πράξεις ή σε κατ΄επανάληψη τέλεση αξιοποίνων πράξεων. Με την υπ΄αριθ. 108073/13 ΚΥΑ των Υπουργών Οικονομικών – Εσωτερικών – Παιδείας και Θρησκευμάτων – Υγείας –Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας – Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων [ΦΕΚ 1371/29-5-2014] καταρτίστηκε πίνακας με τις υπηρεσίες του κράτους, τους ΟΤΑ, τα Ν.Π.Δ.Δ., τα μη κερδοσκοπικά Κοινωφελή Ν.Π.Ι.Δ. και τις ΜΗ.ΚΥ.Ο., που έχουν τη δυνατότητα να δεχτούν ανηλίκους παραβάτες για παροχή κοινωφελούς εργασίας, ενώ επίσης καθορίστηκε ο τρόπος παροχής της εργασίας αυτής και προβλέφθηκε η κατάρτιση σχετικού συμφωνητικού που υπογράφεται από τον Επιμελητή που επιβλέπει την κοινωφελή εργασία του ανηλίκου και τον ανήλικο. Στο συμφωνητικό αναγράφονται λεπτομερώς οι ώρες, οι ημέρες της εβδομάδας, η διάρκεια, η έναρξη και η λήξη της παροχής κοινωφελούς εργασίας, καθώς και όλες οι υποχρεώσεις του ανηλίκου που παρέχει κοινωφελή εργασία. Στην πράξη, το εν λόγω συμφωνητικό υπογράφει και ο φορέας που αναλαμβάνει τον ανήλικο, καθώς και οι γονείς του τελευταίου. Επίσης ο φορέας ορίζει επόπτη του ανηλίκου που τηρεί αρχείο με τις παρουσίες του ανηλίκου, παρακολουθεί την τήρηση των καθηκόντων του, παρέχοντάς του καθοδήγηση και υποστήριξη και ενημερώνει σχετικά με την πρόοδο και υλοποίηση του μέτρου τον Επιμελητή του ανηλίκου. Το ζήτημα βέβαια που παραμένει σε εκκρεμότητα και δημιουργεί δυσχέρεια στην εφαρμογή του μέτρου είναι η ασφαλιστική κάλυψη του ανηλίκου σε περίπτωση ατυχήματος κατά την παροχή της εργασίας του.
ΙΙΙ. Εφαρμογή των άνω μέτρων την τελευταία πενταετία [2010 – 2015]
Παρά τον ιδιαίτερα παιδαγωγικό και αποκαταστατικό τους χαρακτήρα, τα παραπάνω τρία αναμορφωτικά μέτρα τυγχάνουν περιορισμένης εφαρμογής σε σχέση με τα υπόλοιπα, εκ των οποίων, τα περισσότερο εφαρμοζόμενα αριθμητικά, είναι κατά σειρά η επίπληξη και η ανάθεση της επιμέλειας του ανηλίκου στην Υπηρεσία Επιμελητών Ανηλίκων. Σύμφωνα με τους στατιστικούς πίνακες των αποφάσεων του Δικαστηρίου Ανηλίκων Αθηνών [Μονομελούς και Τριμελούς] κατά την άνω πενταετία, παρατηρούμε ότι:
Δικαστικό έτος 2010 – 2011
Επί συνόλου 2.628 αποφάσεων [Μονομελούς & Τριμελούς] επιβλήθηκαν:
Συνδιαλλαγή δράστη – θύματος / έκφρ. συγγνώμης : 8
Αποζημίωση θύματος : 10
Παροχή κοινωφελούς εργασίας : 2
Δικαστικό έτος 2011 – 2012
Επί συνόλου 2.093 αποφάσεων [Μονομελούς & Τριμελούς] επιβλήθηκαν:
Συνδιαλλαγή δράστη – θύματος / έκφρ. συγγνώμης : 18
Αποζημίωση θύματος : 89
Παροχή κοινωφελούς εργασίας : 10
Δικαστικό έτος 2012 – 2013
Επί συνόλου 1.732 αποφάσεων [Μονομελούς & Τριμελούς] επιβλήθηκαν:
Συνδιαλλαγή δράστη – θύματος / έκφρ. συγγνώμης : 3
Αποζημίωση θύματος : 142
Παροχή κοινωφελούς εργασίας : 11
Δικαστικό έτος 2013 – 2014
Επί συνόλου 1.184 αποφάσεων [Μονομελούς & Τριμελούς] επιβλήθηκαν:
Συνδιαλλαγή δράστη – θύματος / έκφρ. συγγνώμης : 0
Αποζημίωση θύματος : 53
Παροχή κοινωφελούς εργασίας : 10
Δικαστικό έτος 2014 – 2015
Επί συνόλου 1.344 αποφάσεων [Μονομελούς & Τριμελούς] επιβλήθηκαν:
Συνδιαλλαγή δράστη – θύματος / έκφρ. συγγνώμης : 27
Αποζημίωση θύματος : 83
Παροχή κοινωφελούς εργασίας : 16
Παρατηρούμε δηλαδή ότι η επιβολή της συνδιαλλαγής δράστη – θύματος και της κοινωφελούς εργασίας δεν ξεπερνούν καθεμία τις 10 – 20 κατά μέσο όρο ετησίως, ενώ αντίθετα η επιβολή της αποζημίωσης του θύματος έχει σταθερή άνοδο και πολύ ευρύτερη εφαρμογή σε σχέση με τα δύο άλλα μέτρα. Τα παραπάνω στατιστικά στοιχεία υποδηλώνουν ότι η έλλειψη διαδικαστικού πλαισίου εφαρμογής του μέτρου της συνδιαλλαγής δράστη – θύματος και η μόλις το έτος 2014 κατάρτιση πίνακα των φορέων που μπορούν να δέχονται ανηλίκους προς παροχή κοινωφελούς εργασίας κατά την προαναφερθείσα ΚΥΑ, η οποία έθεσε και το σχετικό πλαίσιο εφαρμογής του μέτρου, έχουν καταστήσει δυσχερή την εφαρμογή τους τόσο από το Δικαστήριο όσο και την προετοιμασία τους, ως προτεινόμενων μέτρων, από τους Επιμελητές Ανηλίκων.
Aναμορφωτικά μέτρα πρόσφορα εφαρμογής αποκαταστατικών – επανορθωτικών πρακτικών
I. Συνδιαλλαγή μεταξύ θύματος και ανήλικου δράστη για έκφραση συγγνώμης και για εν γένει εξώδικη διευθέτηση των συνεπειών της πράξης
προϋποθέσεις εφαρμογής
[ύπαρξη θύματος – ομολογία πράξης – διαμεσολαβητής]
προτάσεις για την εφαρμογή του μέτρου κατά το στάδιο μετά την προδικασία
ΙΙ. Η αποζημίωση του θύματος ή η κατ΄άλλον τρόπο άρση ή μείωση των συνεπειών της πράξης
ΙΙΙ. Η παροχή κοινωφελούς εργασίας
συναίνεση ή μη του ανηλίκου
διάρκεια του μέτρου
διαδικαστικό πλαίσιο – πίνακας φορέων αποδοχής της κοινωφελούς εργασίας του ανηλίκου [ΚΥΑ 108073/13 ΦΕΚ 1371/29-5-2014]

(c) All Rights Reserved 2023-24        Designed and Developed by  LAWNET